Ήταν η τελευταία χρονιά λειτουργίας της σχολής, τα δίδακτρα ήταν σχετικά χαμηλά για την εποχή, γιατί οι καθηγητές ήταν του Δημοσίου και έπαιρναν ένα σημαντικό μπόνους ως εκτός έδρας, παρόλο που έμεναν και έτρωγαν στις εγκαταστάσεις. Με το κόψιμο των καθηγητών τα δίδακτρα θα εκτοξεύονταν, οπότε η σχολή έκλεισε και μαζί της τελείωσε μια ολόκληρη εποχή. Τα προβλήματα του Λευτέρη αν και έναν χρόνο ήταν παντελώς ξεκομμένος από το σινάφι, δεν είχαν τελειώσει. Ακόμα του έρχονταν κλητεύσεις, ακόμα τον έψαχναν, δεν μπορούσε να γυρίσει.
Η Μαρία εντωμεταξύ είχε γνωρίσει όλο τον «αφρό» της Χίου, από τον Νομάρχη, τον διευθυντή του ΟΤΕ, τον οποίο και παντρεύτηκε σύντομα και πραγματικά έδωσε ώθηση στη ζωή της, μέχρι τον διευθυντή της Σχολής Εμποροπλοιάρχων Οινουσσών...
Έτσι έμαθε πως υπάρχει ένα ναυτικό λύκειο, όπου τα παιδιά μένουν στις εγκαταστάσεις της Σχολής, έχουν τους ίδιους καθηγητές και φυσικά όποιος τελείωνε το Ναυτικό Λύκειο, έμπαινε κατευθείαν για εμποροπλοίαρχος και με ένα χρόνο λιγότερες σπουδές. Καλό ακούστηκε στο Λευτέρη, που δεν ήθελε να γυρίσει με τίποτα στην Αθήνα, είχε και μία προοπτική επαγγελματική, που όμως δεν τον πολυσυγκινούσε. Άλλο που δεν ήθελε και η Μαρία, στις Οινούσσες ο Λευτέρης. Όχι πως είχε κάποια σχέση με τη σχολή των Σπετσών, αλλά και εκεί καλά ήταν... συμπαθητικά... Για έξοδο και διασκέδαση ούτε σκέψη. Ένας καφενές 2x2 και αυτό ήταν όλο. Όμως είχε γερο-καπετανέους που είχαν πολλές ιστορίες να πουν. Πιστέψτε με υπάρχουν πολλοί Καββαδίες και η γλώσσα που δίνει η θάλασσα στον άνθρωπο δεν συγκρίνεται με καμιά. Έτσι, γνώρισε και τον Καπετάν Λεό. Δεν ήξερε ποιός είναι και με όλο του το θράσος μίλαγε στο μπάρμπα με όλη του την άνεση και τον πείραζε συνεχώς! Οι παρατηρητές τον κοίταξαν με απορία και αμηχανία. «Καλά, δεν ξέρει σε ποιον μιλάει; Την έχει βαμμένη!» Ο Καπετάνιος όμως είχε καιρό να έχει μια τέτοια σχέση, έπαιζαν τάβλι σε κάθε ευκαιρία, τα ουζάκια έρχονταν σε δωδεκάδες (παραδοσιακό ούζο Χίου, «Ψυχής», στούκι!) και τα γέλια και τα χωρατά έδιναν και έπαιρναν. Κάποια στιγμή ο Καπετάν Λεό ρώτησε το Λευτέρη: «Ξέρεις ποιός είμαι;» «Θα έπρεπε;», απάντησε ο Λευτέρης με θράσος. «Είμαι κάποιος που κερδίζει εξήμισυ εκατομμύρια δραχμές την ώρα». «Τέλειωνε το ούζο καπετάνιο και γρήγορα σπίτι, γιατί σήμερα σε πείραξε», είπε ο Λευτέρης. Γέλασε με την καρδία του ο μπάρμπας και σταμάτησε την κουβέντα.
Την άλλη μέρα λοιπόν την ώρα της «Ναυτιλίας», ο καθηγητής μας είπε πως θα έχουμε έναν ξεχωριστό καλεσμένο, έναν από τους πλέον επιτυχημένους εφοπλιστές που έχει βγάλει ο τόπος. Και ήταν ο καπετάν-Λεό! Χάζεψε ο Λευτέρης, δεν είχε καταλάβει πως τόσο καιρό μιλούσε με τον θρυλικό Λέοντα Λαιμό. Όταν τελείωσε το μάθημα ο καπετάνιος του είπε: «τώρα λοιπόν που ξέρεις, τι θα ήθελες από μένα;» Ο Λευτέρης ένιωσε προσβεβλημένος! Του βγήκαν τα κομμουνιστικά του. «Τι ερώτηση είναι αυτή; Επειδή έχεις μερικά φράγκα, θα μου κάνεις δηλαδή τη χάρη;» «Καλό μου παιδί», απάντησε ο καπετάνιος, «βλέπεις πως κανείς εδώ δεν με πλησιάζει. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι κάποτε κάτι πήραν από μένα, αλλά ποτέ δεν επέστρεψαν τίποτε. Και όπως έλεγε κάποτε και ο Συγγρός, «όλοι έρχονται και ζητάνε αλλά κανείς ποτέ δεν μου γύρεψε τον τρόπο να μάθει πως γίνονται», εσύ λοιπόν ξεχωρίζεις, πιστεύω πως πρέπει κάτι να κάνω για σένα. Το θέλω και θα με ευχαριστούσε πολύ αν δεχόσουν την προσφορά ενός γέρου ανθρώπου». Μαλάκωσε ο Λευτέρης, δεν ήταν μόνο ο γλυκός του λόγος, ήταν πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος που ήθελε να του προσφέρει, απλά και μόνο για την αγνή του παρέα. «Καπετάνιε, δεν έχω κάτι που να θέλω, άσε με να το σκεφτώ». «Αν δεν έχεις κάτι, τότε θα ήθελα να συζητήσω με τους γονείς σου. Θα ήθελα να σε στείλω στην Αγγλία να συνεχίσεις τις σπουδές σου και όλα τα έξοδα πληρωμένα από μένα. Μετά πάντα θα έχεις μια θέση στις επιχειρήσεις μου». «Θα σου απαντήσω», είπε ο Λευτέρης, τρομαγμένος. «Καλά είπαμε, να φύγω από την Αθήνα, αλλά Αγγλία; Ξένος μεταξύ ξένων; Άσε που τα αγγλικά μου είναι σχεδόν ανύπαρκτα».
Ο Λευτέρης το είπε στην Μαρία και στον νέο της σύζυγο τον Βαγγέλη, τον διευθυντή του ΟΤΕ της Χίου. Το είπε όχι τόσο γιατί ήθελε να αποδεχθεί την πρόταση του καπετάνιου, όσο επειδή ήθελε να κουνήσει τις ρίγες του «ορίστε τι γνωριμία κατάφερα και έκανα...». Φυσικά η Μαρία δεν ήταν ποτέ δυνατόν να σκεφτεί το καλό του γιού της και έτσι αμέσως σκέφτηκε το πως θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτή την ουρανοκατέβατη προσφορά.
Τα χρόνια εκείνα η Μαρία είχε πλακωθεί στο ξύλο, κυριολεκτικά, με την μεγαλύτερη ελληνίδα αστρολόγο, της οποίας ήταν μαθήτρια στη σχολή της, και η οποία εξέδιδε και ένα συνδρομητικό περιοδικό, τον «Ουρανό». Έτσι λοιπόν της γεννήθηκε η φαεινή να φτιάξει ένα περιοδικό αστρολογίας. Όταν έγινε η περιβόητη συνάντηση με τον καπετάνιο, η αλαζονία, το τουπέ και το κατηναριό της Μαρίας ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Ο καπετάνιος τα είχε χαμένα. «Παιδί μου φύγε όσο μπορείς πιο μακρυά», του είπε κάποια στιγμή. Ο καπετάνιος ήθελε να βοηθήσει το Λευτέρη, όμως τώρα που τα πράγματα είχαν πάρει άλλη τροπή και δεν ήθελε να φανεί ψεύτης στο παιδί, έδωσε μια ευκαιρία στη Μαρία, αλλά λειτουργώντας πλεον ως επιχειρηματίας. Τους παρέπεμψε στα γραφεία του στον Πειραιά όπου θα τους έδινε μεγάλο αλλά χαμηλότοκο δάνειο. Φυσικά το «Τουρκοβούνι» η Μαρία όταν άκουσε περί ισοτιμιών και επισφαλειών, νόμιζε πως την βρίζουν και έφυγε έξαλλη από τα γραφεία.
Η ιδέα όμως την είχε κυριεύσει. Ήθελε ντε και καλά να βγάλει περιοδικό αστρολογίας. Ένα περιοδικό που θα έγραφε μόνη της, θα εξέδιδε μόνη της, θα κονόμαγε μόνη της και φυσικά θα ψάρευε και πελάτες για να τους λέει ωροσκόπια και να κερδίζει και από κει. Έτσι λόγω οικονομικών ξεκίνησε σαν δεκαπενθήμερη εφημεριδούλα, εικοσιτεσσάρων σελίδων, σιγά-σιγά έγινε εβδομαδιαία και σύντομα ήρθε η ώρα να γίνει περιοδικό.
Μια μικρή παρένθεση για κάποια γεγονότα που έγιναν εκείνο τον καιρό. Ήταν πλέον αρχές καλοκαιριού. Η σχολή στις Οινούσσες ήταν κλειστή και ο Λευτέρης ήταν και πάλι στην Αθήνα.
Ο Λευτέρης είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια, ένας καταπληκτικός μηχανόβιος. Δεν ήταν μόνο οι σούζες (σήκωνε το bolldor στου Φλώκα και το έριχνε στο Φάρο, με την μπρος ρόδα να στρυγγλίζει όταν έσκαγε κάτω και το κοντέρ να γράφει 180...) ή τα παντιλίκια, αφού είχε υπογράψει παντού, αλλά είχε αποκτήσει, ύστερα από πολλά ράμματα, σπασίματα και σκισίματα, μια εξαιρετική οδηγική ικανότητα. Έτσι όταν εκείνη τη χρονιά η Yamaha έκανε ένα challenge για νέους οδηγούς δήλωσε συμμετοχή. Το είχε μάθει όμως αργά και έτσι ούτε μηχανή είχε ούτε μπορούσε κάτι να κάνει. Το μόνο που βρήκε ήταν ένα μηχανάκι υποδεέστερου κυβισμού σε ένα γειτονικό συνεργείο των Αμπελοκήπων, όπου κάνοντάς του ένα πρόχειρο ρεκτιφιέ και στρώνοντάς το όλο το βράδυ στο ρελαντί, με ανεμιστήρες γύρω του, πήγε να αγωνιστεί. Τα ειδικά έντυπα της εποχής έγραψαν: «Οδηγούσε δίχως αύριο. Εκπληκτική οδήγηση και αναρωτιόμαστε αν είχε ισάξια μηχανή τι θα είχε κάνει». Ο Λευτέρης είχε βγει τρίτος, τρέχοντας με ογδοντάρι και κοντό μηχανάκι, απέναντι στα καθαρόαιμα 125. Η πρόσκληση της Yamaha δεν άργησε να φτάσει. Τον καλούσαν για ένα τελικό τεστ στο Βέλγιο, υπό την καθοδήγηση τότε του «πολύ» και πολυνίκη Τζώρτζ Τζομπέ. Δυστυχώς και αυτή η ευκαιρία θα πήγαινε χαμένη.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να υπογράψω ένα τέτοιο χαρτί, να πας να σκοτωθείς, ειδικά τώρα που θα βγάλουμε το περιοδικό. Τώρα που σε χρειάζόμαστε;». Τσίμπισε ο Λευτέρης, στα λόγια της Μαρίας. Η μάνα του για πρώτη φορά στη ζωή του έλεγε πως τον χρειαζόταν! «Βρε λες;» Δεν το πολυσκέφτηκε ο Λευτέρης, τα ανικανοποίητά του τον κυρίεψαν, «είμαι μέσα», είπε και μπήκε και αυτός σε αυτή την περιπέτεια.
Δεν το μετάνιωσε ποτέ. Για άλλους όμως λόγους. Η έμφυτη τάση του για γνώση, η τεράστια αγάπη του για το βιβλίο και την τυπογραφία επιτέλους βρήκαν τρόπο και δρόμο έκφρασης. Πολύ σύντομα ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. «Ένα κενό φύλλο χαρτί μπορεί να γεμίσει με κάθε λογής νοήματα. Μία και μόνο λέξη μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή», έλεγε ο Λευτέρης, προσθέτωντας «αν η μόρφωση είναι αυτό που τελικά σου μένει διαβάζοντας κάτι, τότε είμαστε το σύνολο της γνώσης που πήραμε διαβάζοντας». Ο Λευτέρης την ερωτεύτηκε αυτή τη δουλειά, ή μάλλον ποτέ δεν την είδε έτσι^ παραμένει φλογερός εραστής, τρελλαμένος χομπίστας, και σήμερα απλά προσθέστε και το επαγγελματίας.
Εκείνη λοιπόν την περίοδο, όταν γύρισε ο Λευτέρης στην Αθήνα και δεν θα ξαναγύριζε στη σχολή, αφού συνέχισε πλέον στο Λύκειο στην Αθήνα, ξέκοψε μεν από την παλιά ζωή, αλλά έμπλεξε με άλλη.
Δεν του ήταν καθόλου εύκολο να συνυπάρξει με τη Μαρία και το Βαγγέλη. Η Μαρία είχε βγάλει έναν νέο εαυτό, απείρως χειρότερο από όσο γνώριζε ο Λευτέρης μέχρι τότε. Η αλαζονία και η αυταρχικότητα ξεπέρασαν κάθε όριο. Έβγαζε όλα της τα απωθημένα κατά δικαίων και αδίκων. Θυμήθηκε την εποχή που είχε παραδουλέφτρες και παραπαίδια. Την ψώνισε! Έγινε θεός, κακός θεός και αντιμετώπιζε τους πάντες σαν σκουπίδια^ και τον νέο της σύζυγο, ειδικά αυτόν τον ταλαίπωρο τον αντιμετώπισε σαν σκουπίδι, φυσικά και τον Λευτέρη. Αλλά και στους συνεργάτες της τα ίδια έκανε. Οι πελάτες της ακόμα κλαίνε τα χρήματα που της έδωσαν, αφού όχι μόνο ωροσκόπια δεν τους έλεγε, αλλά έτρωγε την ώρα τους και τα λεφτά τους, παραληρώντας για το μεγαλείο της και πως τα κατάφερε και έφτασε τόοοοσο ψηλά.
Για αυτό σήμερα φυσικά δεν κάνει ωροσκόπια, δεν υπάρχουν πελάτες και αυτοκαταστρέφεται προσπαθώντας να κάνει την πωλήτρια... Όταν εκείνη την εποχή βγήκε και στο γυαλί... η αποθέωση! Το παραλήρημα μεγαλείου θα αφήσει ιστορία.
Ο Λευτέρης πάλι είχε βρεθεί σε μια άσχημη κατάσταση. Δούλευε σα σκυλί, αλλά τα χρήματα πενιχρά. Οι τσακωμοί ήταν σε ωριαία βάση, άρχισε πάλι τα έξω...
Ευτυχώς γι αυτόν η Μαρία είχε μια γκαρσονιέρα την οποία του την παραχώρησε και έτσι έμενε μόνος του, οπότε η καυγάδες, για αυτόν ήταν μόνο στο εργασιακό περιβάλλον. Πρέπει να είναι πια δεκαέξι ετών. Όμως η συμπεριφορά του και τα βιώματα του, του είχαν διαμορφώσει ένα χαρακτήρα και ένα «φέρεσθαι» που ήταν δυσανάλογο του χαρακτήρα του. Ο ίδιος έχοντας ορκιστεί πως ποτέ δεν θα ξανααπλώσει χέρι, προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα όπως μπορούσε. Δεν φτάνει πως ήταν αλλιώς μαθημένος, δεν φτάνει που όσο λάθος και αν ήταν τα προηγούμενα χρόνια, ήταν που κάποια πράγματα του έλειπαν... είχαν ξεκουρδιστεί πολλά πράγματα μέσα του και ακόμα περισσότερα είχαν γράψει στην κάρτα του. Δεν ήταν μόνο τα βιώματά του, αλλά κατά μια έννοια είχαν καταστραφεί πολλά κομμάτια του... Ποτέ πια δεν θα ήταν σαν τους άλλους τους «φυσιολογικούς».
Μια μικρή παρένθεση Τρία-τέσσερα χρόνια πριν η μάνα του του βρήκε υποτίθεται δουλειά σε έναν επιπλά της περιοχής. Φυσικά η μάνα του, τού χρώσταγε χρήματα και έτσι για άλλη μια φορά χρησιμοποίησε το παιδί της για να ρεφάρει. Πήγε ο Λευτέρης να δουλέψει, δούλεψε σαν το σκυλί, πιο πολύ απ’ όλους. Έκανε τις μεταφορές των επίπλων και επειδή λυπόταν τους «συναδέλφους» του, οι περισσότεροι ήταν μπαρμπάδες με σκαμένα πρόσωπα και γερασμένους ώμους, ντρεπόταν και ήθελε να τους ξεκουράσει, ντρεπόταν φυσικά να πάρει και τα μπουρμπουάρ που έδιναν οι πελάτες: «έχουν οικογένειες οι άνθρωποι, πρέπει να τις φροντίσουν», σκεφτόταν ο Λευτέρης. Όμως περίμενε και την ανταμοιβή του. Μπορεί πιτσιρικάκι να πούλαγε στα διαλείματα της «Αμίκα» του θερινού κινηματογράφου, αναψυκτικά και φαγώσιμα, αλλά αυτό δεν ήταν δουλειά, απλά έμπαινε δωρεάν να δει το έργο. Τώρα ήταν η πρώτη του δουλειά και έκανε όνειρα και σχέδια τι θα κάνει με τα πρώτα του χρήματα. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να πάρει το πρώτο το δεκαπενθήμερο, αντί να πληρωθεί κανονικά πήρε απλά ένα... πεντακοσάρικο! Λιγότερα από τα μπουρμπουάρ που συγκεντρωνόστουσαν καθημερινά. Τρελλάθηκε ο Λευτέρης! «Τι είναι αυτό;» ρώτησε, «Αυτή είναι η εντολή της μητέρας σου. Ο σκοπός δεν είναι να μάθεις στα χρήματα, αλλά να μάθεις τι πάει να πει δουλειά!». Φυσικά ο Λευτέρης δεν ξαπαπάτησε, και έδωσε ακόμα έναν όρκο: «Δεν θα ξαναδουλέψω για κανέναν πούστη, ποτέ στη ζωή μου».
Είχε αρχίσει να πίνει... Δεν ήπιε το Βόσπορο, ήπιε τον Ατλαντικό, τον Ειρηνικό και τους ωκεανούς της Ευρώπης μαζί... Το αγαπημένο του Βότκα-μπακάρντι-τζιν, μαζί, όταν δεν έβρισκε ήθελε δυο μπουκάλια στόλι κάθε βράδυ... τουλάχιστον, γιατί αν έδενε η παρέα το μέτρημα χανόταν. Άρχισε να δουλεύει ως dj, πρώτα στη «Ρετρό», ειρωνικό αφού έπρεπε να παίζει μουσική για μεσήλικες, αν και πιτσιρικάς. Έπαιξε ως βοηθός στη Divina μετά στο Make up. Ήδη διατηρούσε πειρατικό ραδιοσταθμό, είχε ξεκινήσει παλιότερα από τα μεσαία, μεσαιατζής έβγαινε ως «Άγιος», μετά στα fm τον βάπτισαν με κάποιο νούμερο που δεν θυμάται, έτσι άρχισε να πουλάει κασέτες από αυτές που έγραφε στα μαγαζιά που εργαζόταν. Το ραδιόφωνο εξελίχθηκε για όσο κράτησε, σε καθαρή και απόλυτη μ****παγίδα! Αλλά γρήγορα τα πράγματα σταμάτησαν άδοξα, αφού ένας φίλος και γείτονας ραδιοπειρατής στην προσπαθειά του να ξεφύγει όταν τον εντόπισε το «όργανο», έπεσε από μια ταράτσα και σκοτώθηκε. Από τότε τα πράγματα αγρίεψαν και οι εκπομπές σταμάτησαν. Όμως είχε γνωρίσει και από τη δουλειά και από το ραδιόφωνο πολύ κόσμο. Ο Στηβ Ν. ο ηθοποιός δούλευε τότε πόρτα στο make up. Με αυτόν αλλά και με άλλους γνωρισε άλλου τύπου καταστάσεις.
Έμπλεξε με μοντέλα, γνώρισε μια διάσημη μοντελοπροαγωγό και έμπλεξε με την τέχνη και το θέαμα. Η ζωή του ήταν πλέον πολύ περίεργη. Τον είχαν μάθει όλα τα μαγαζιά, δεν πέρναγε ποτέ πόρτα, διασκέδαση και κραιπάλη. Υπήρξε εποχή που είχε να δει το φως του ήλιου πάνω από δυο μήνες! Περιέργως αυτή η κατάσταση και η ζωή που ζούσε είχε χειρότερα αποτελέσματα από τότε που είχε μπλέξει με τις συμμορίες. Εδώ όλο το σκηνικό είχε στηθεί στηριζόμενο στην απανθρωπιά και στην κενότητα. Το πιοτό, λένε, αλλά και ο ίδιος έρχεται να συμφωνήσει ύστερα από την διατριβή του στο καταστροφικό αυτό άθλημα, βγάζει τον χειρότερο εαυτό του ανθρώπου. Βγάζει αυτό που πραγματικά έχει μέσα του και ο Λευτέρης όπως φάνηκε είχε πολλά απωθημένα. Ιδιαίτερα με τις γυναίκες... Στην πορεία της ζωής του αναλογιζόταν αν αυτή η συμπεριφορά του είχε στόχο τη Μαρία, πάντως το θηρίο είχε ξυπνήσει για τα καλά και λειτουργούσε βάση σχεδίου, χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς κανένα ηθικό φραγμό. Χρησιμοποιούσε κάθε τρόπο για να τις ρίξει στο κρεββατι, δηλαδή τι κρεββάτι, όπου και όπως. Δεν έκανε έρωτα μαζί τους, τις βίαζε, τις ξεφτέλιζε, πολλές τις πήρε ομαδικά με φίλους του, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό όχι μόνο να τις χτυπήσει αλλά να φερθεί και με τον πλέον σαδιστικό τρόπο... Και το διασκέδαζε... Δεν τον ένοιαζε αν ήταν αυτή που γνώριζε ένα φυσιολογικό άτομο, ή αν ήταν κάποια επαγγελματίας που ψάρεψε σε ένα μπαρ. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν πόρνη, στην οποία δεν είχε κανένα πρόβλημα να το παίξει αγαπητικός, ούτε αν ήταν τραβεστί ή πρεζάκι που είχε βγει στην πιάτσα για τη δόση του. Θηλυκά ήταν όλα θα έπαιρναν αυτό που τους αρμόζει. Αν και αυτή η κατάσταση άρχισε να τον κουράζει κράτησε αρκετό καιρό. Κάποια στιγμή τα πράγματα κόπασαν, για λίγο αφού πλέον η εφημερίδα είχε γίνει περιοδικό, είχαν αυξηθεί οι ανάγκες αλλά πλέον αφού υπήρχε περιοδικό, ήταν πιο εύκολο να αναλάβει τις διαφημίσεις του και να αυξήσει σημαντικά τα έσοδά του.
Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να ομαδοποιεί τις παρέες του. Ήθελε κουβεντούλα; ήθελε μεταφυσικά; ήθελε χαϊφιντελάδικες συζητήσεις; ήθελε απλά να πιεί; Είχε τους κατάλληλους για κάθε χρήση. Ποτέ δεν είχε πραγματικούς φίλους, είχε απλά άτομα που κάλυπταν στοχευμένες ανάγκες. Μέσα σ’ όλα είχε αρχίσει να ασχολείται και με τρίσποντες. Οι δέσμες γωνιών πάντα των γοήτευαν και η απόλυτη εφαρμογή τους έπαιρνε οστά στα τραπέζια του Σιβισίδη. Έτσι σε ένα σφαιριστήριο των Αμπελοκήπων γνώρισε τον Αλέξη. Παιδί για υιοθέτηση. Όχι δεν ήταν χαλασμένος ή κατεστραμένος, εντάξει κάποιο κουσούρι είχε αλλά μάλλον ήταν εκ γεννετοίς και όχι αποτέλεσμα βιωμάτων. Ο Αλέξης ήταν ο σύντροφός του στις ατελείωτες ώρες ποτού. Πήγαιναν απο κοντά στις ποσότητες και ο Λευτέρης είχε βρει την αδελφή ψυχή στα ξύδια. Πολλές φορές τον ξεπερνούσε! Ο Αλέξης ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Παρόλους τους τόνους, κυριολεκτικά, που έπινε ήταν τέρας νηφαλιότητας. Μπορούσε να μιλάει για οτιδήποτε, και μπορούσε να συνεχίζει να μιλάει, ξερνώντας κατά την διάρκεια της ομιλίας του, σαν να μην συμβαίνει τίποτα! Κυριολεκτικά... δεν υπάρχει το άτομα!
Ο Αλέξης έγινε μπάτσος. Απλά είχε βύσμα εκείνη την εποχή, μόλις είχε ανέβει ο Ανδρέας και ο υπουργός δικαιοσύνης ήταν οικογενειακός φίλος, οπότε έπραξε τα δέοντα και μπήκε εύκολα στη σχολή της αστυνομίας.
Υπάρχουν μερικά αξιομνημόνευτα χαρακτηριστικά που έζησε ο Λευτέρης με τον Αλέξη και θα έκαναν να γελάσει το χειλάκι κάθε πικραμένου γι αυτό και είναι must η παράθεσή τους.
Στους Αμπελόκηπους κυκλοφούσε ένας τύπος με το παρατσούκλι Ποπάι. Αυτός ο τύπος ήταν βγαλμένος από έργο επιστημονικής φαντασίας με στοιχεία θρίλερ. Μονίμως χαπακωμένος, χαρακωμένος, ζωσμένος με αλυσίδες, τα χάπια και τα σιρόπια έσταζαν από πάνω του, περπατούσε και άφηνε μονοπατάκι, αλλά το καλύτερο του ήταν ο ήχος που έβγαζε! Σε όλες του τις τσέπες υπήρχαν σουγιάδες, φαλτσέτες, ψαλίδια, σιδερογροθιές, ακόμα και μαχαιροπήρουνα(!) «και το κουτάλι καλό είναι όταν έχουν τελειώσει τ’ άλλα» έλεγε! Τα τζετζερέδια λοιπόν ακούγονταν δύο τετράγωνα πριν εμφανιστεί ο Ποπάι! Αυτός ο τύπος ήταν να μη σε συμπαθήσει! Αν σε συμπαθούσε έβγαζε από τις τσέπες του ότι χάπι κυκλοφούσε στην αγορά και στο προσέφερε με όλη του την αγάπη.... αλίμονο έτσι και τον προσέβαλες και δεν το δεχόσουν. Πρέπει να ειπωθεί κάτι ακόμα για τον Ποπάι. Παρουσιάστηκε για φαντάρος μαζί με τον Λευτέρη. Πέρασε μια βδομάδα μέχρι να περάσει από γιατρούς και να καταλάβουν πως δεν παίζεται το άτομο. Έτσι την τέταρτη μέρα, τον έκαναν θαλαμοφύλακα, ενώ την επομένη θα κάναμε την πρώτη πορεία στα Εξαμίλια. Ο αθεόφοβος το βράδυ που είχε τη βάρδια του, γέμισε όλα τα παγούρια με χάπια! Άρχισε λοιπόν η πορεία την επομένη, άρχισε η δίψα και σύντομα όλη η διμοιρία είχε πέσει τ’ ανάσκελα μαστουριασμένη! Αυτό ήταν ο Ποπάι! Αυτός λοιπόν ο τύπος σύχναζε στο σφαιριστήριο που ήταν το στέκι του Λευτέρη και του Αλέξη. Ένα ωραίο πρωί εν μέσω βότκας και μπακάρντι, έρχεται η αστυνομία να κάνει έλεγχο και εξακρίβωση στοιχείων. Αλέξης, Λευτέρης και Ποπάι κάθονται δίπλα-δίπλα στη μπάρα. Στον μόνο που ζήτησαν ταυτοτητα ήταν ο Αλέξης! Και όταν μάλιστα τους είπε «συνάδελφος είμαι» και τους έδειξε την ταυτότητά του δεν τον πίστεψαν και τον πήραν στο τμήμα!
Άλλη φορά που τον πήγαν στο τμήμα ήταν όταν λίγο πριν ξημερώσει οι δυνάμεις τους τους εγκατέλειψαν από το πολύ πιοτό και σωριάστηκαν σε ένα σωρό σκουπίδια. Κάποιοι περαστικοί ειδοποίησαν την αστυνομία. Του Λευτέρη του είπαν να ξεμεθύσει και να φύγει. Ο Αλέξης όμως τους είπε «εντάξει παιδιά δεν τρέχει τίποτα, συνάδελφος είμαι», «ταυτότητα», του λένε αυτοί, «δεν την έχω μαζί μου, αλλά έχω αυτό» είπε και έβγαλε το περίστροφο! Κόλαση! Απερίγραπτη κατάσταση, το περιπολικό φεύγει με παντιλίκια, πάει λίγο πιο πάνω, πετάγονται έξω οι αστυνομικοί, ταμπουρώνονται «Πέτα το όπλο, θα σε πυροβολήσουμε αν δεν το κάνεις»... Απίστευτες καταστάσεις και αν έχω και πολλά ακόμα καλύτερα να γράψω, δεν θέλω, για ίσως ακόμα να είναι παντρεμένος, και είμαι σίγουρος πως η γυναίκα του δεν θα έπρεπε να μάθει...
Έτσι πέρασαν λίγα χρόνια, υποφερτά, χόρτασαν όμως τον Λευτέρη. Χόρτασε από διασκέδαση, χόρτασε από παρέες, απόλαυσε πολλές και εξαιρετικές γυναίκες, ικανοποίησε κάθε του απορία και φαντασίωση, ώστε πολύ νωρίς να νιώσει μπουχτισμένος. Στην ηλικία του οι περισσότεροι δεν είχαν ξεκινήσει καν και αυτός είχε τερματήσει... Παρά φύση και παράλογη έμοιαζε όλη αυτή κατάσταση.
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου