Η πρόωρη ενηλικίωση
Τα νέα δεδομένα που δημιουργήθηκαν από τον θάνατο του Μάνου, ήταν ταχύτατα και καταλυτικά. Στο αστυνομικό τμήμα που μεταφέρθηκε η Μαρία, για να δώσει κατάθεση, μαζί με τα χαρτιά της κατάθεσης, της έδωσαν να υπογράψει, χωρίς να ξέρει τι, ένα σωρό άλλα, μεταξύ αυτών την παραίτησή της από την αποζημίωση που θα έπρεπε να πάρει από την εταιρία. Δεν έχασε μόνο ενάμιση εκατομμύριο εκείνης της εποχής, τεράστιο ποσό, αλλά εξαιτίας αυτής της υπογραφής έμπλεξε άσχημα και για χρόνια δεν μπορούσε να βγάλει ούτε καν σύνταξη από το χαμό του άντρα της.
Έτσι γύρισε πάλι πίσω, μαζί με τον Λευτέρη, τον άφησε στον όροφο που έμεναν και ανέβηκε στον από πάνω που έμενε το σόι: «Βοηθήστε με, κρατήστε το παιδί, να μπορέσω να πιάσω μια δουλειά, να δω τι θα κάνω». Ο Φραγκούλης κατάκοιτος πλέον, δεν είχε και μεγάλη αντίληψη για το τι συμβαίνει, αλλά καταλάβαινε... Ο «δίπορτος» ο Βάγγος όμως σήκωσε ανάστημα! «Μαζί το κάναμε; Γιατί να το φροντίσουμε;» είπε και έκλεισε τη πόρτα.
Ο Λευτέρης πλέον περνούσε πολλές ώρες μόνος του. Τη μέρα αυτό ήταν καλό, αλλά όταν συνέβαινε νύχτα ήταν αλλιώς τα πράγματα.
Τη μέρα δεν τον ένοιαζε. Γενικά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε φίλους, αφού στο πάρκο όταν τον πήγαινε παλιότερα ο παππούς, γινόταν αραιά και που και έτσι δεν έτυχε να γίνει φίλος με κάποιο παιδάκι. Όταν ήρθαν οι γονείς του, πάλι δεν άλλαξε τίποτε, μάλλον άλλαξε αφού κόπηκε και η βόλτα στο πάρκο. Η Μαρία, δεν είχε σχέσεις με τη γειτονιά, τη πλέμπα, αυτή μια του ιδιωτικού, να μιλάει με αυτές που πήγαν στο δημόσιο. Άπαπα. Από την άλλη δεν ήθελε να έρχονται παιδάκια στο σπίτι, μην τυχόν η μητέρα τους ξεμυαλιστεί με τον Μάνο. Βέβαια, μετά το θάνατο του Μάνου, πάλι δεν έρχονταν παιδάκια στο σπίτι μη τυχόν η χήρα πια τους φάει τον άντρα. Έτσι ο Λευτέρης έχοντας μάθει να ασχολείται με κάτι μόνος του, ένιωσε μάλλον ανακούφιση με την νέα κατάσταση. Για πρώτη φορά είχε στη διάθεσή του τα παιχνίδια που είχαν φέρει οι γονείς του από το εξωτερικό. Δυστυχώς γι αυτόν, αν και ήταν δικά του θεωρητικά, εντούτοις δεν μπορούσε να τα αγγίξει γιατί ήταν «ακριβά και θα τα χαλάσει», όμως αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού για τους επισκέπτες. Ο Λευτέρης; Τώρα που είχε ευκαιρία, τα έπαιξε όσο έπρεπε, μετά τους έβγαλε τα ματιά, και πολύ του άρεσε. Άλλωστε είχε το πιστό του αρκουδάκι, τον «Αρκούδο», που σε αυτόν έλεγε τον καημό του και τον πόνο του. Τα άλλα ήταν απλά παιχνίδια.
Έτσι όταν η Μαρία έλειπε να βρει δουλειά, ώρες πολλές, πολλές φορές δεν γύριζε τη νύχτα... Έμαθε από νωρίς να φροντίζει τον εαυτό του. Γρήγορα άρχισε να σαλτάρει πάνω στην καρέκλα που έβαζε μπρος στη κουζίνα και έψηνε κάνα αυγό. Η μάνα του αφού είδε πως «τραβάει» απαιτούσε να σκουπίζει και να σφουγγαρίζει. Πράγμα που έκανε, αφού ήταν και διασκεδαστικό. Ακόμα δεν ήταν πέντε... Ένα ενδιαφέρον διάλειμα έγινε στη ζωή του Λευτέρη, όταν η Μαρία παραχώρησε το σπίτι σε κάποιους που στο ισόγειο είχαν χασάπικο, και τους έδωσε το διαμέρισμα για κατοικία. Το αντάλλαγμα ήταν να φροντίζουν τον Λευτέρη. Ήταν καλοί άνθρωποι, αν και είχαν και αυτοί τα κουσούρια τους. Η γυναίκα του χασάπη ήταν σχεδόν πάντα μεθυσμένη και μύριζε ανυπόφορα. Η ανάσα του Τομ του κυνηγιάρικου που είχε ο χασάπης μύριζε πολύ πιο όμορφα. Ο σκύλος φυσικά είχε σχεδόν τον ίδιο μπόι με τον Λευτέρη εκείνη την εποχή, οπότε μην απορείτε για την ανάσα. Μετά τον Αρκούδο, ο Τομ έγινε ακόμα ένας, ο δεύτερος καλός του φίλος. Όμως ο Λευτέρης πέρναγε καλά. Ο χασάπης ήταν κυνηγός, και έφερνε τα καλύτερα. Είχε άκρες και με τα ψάρια. Ο Λευτέρης για πρώτη φορά έβαλε καλό φαγάκι στο στομαχάκι του και ακόμα έχει να λέει για την εξαιρετική χορτόσουπα της Κυρά Μαρίας, καλή της η ώρα.
Η Μαρία, είδε πως ήταν ριγμένη, από αυτή τη συμφωνία, ζήτησε νοίκι, το πήρε, ζήτησε αύξηση, την ξαναπήρε, αυτό έγινε όσες φορές χρειαζόταν για να αγακτήσουν οι άνθρωποι και να σηκωθούν να φύγουν.
Έτσι άρχισε η πείνα για το Λευτέρη. Με το πρόσχημα της αναιμίας η Μαρία, τον τάιζε φακές, μόνο φακές, για πολλά χρόνια φακές! Τίποτε άλλο! «Έχουν σίδηρο, πρέπει να τις φας, για το καλό σου.».
Όταν κάποιες φορές ο Λευτέρης ανέβαινε πάνω, γινόταν πανυγήρι! Όλες τους και ο δίπορτος, αλλά αυτός όχι τόσο πολύ, άρχισαν να ρίχνουν το δηλητήριό τους στο πεντάχρονο για την μάνα του «είναι πόρνη» του έλεγαν, λες και το παιδί ήξερε τι είναι αυτό, «δεν σε θέλει», «με άλλον σε έκανε και δεν στο λέει», η χαρά του παιδιού που λέμε. Κοντά σε αυτό βάλτε και την προσφιλή απειλή της μάνας του «αν δεν είσαι καλό παιδί, θα φύγω και θα πάω στο άλλο μου παιδάκι». Κάτι που επίσης στοίχιωσε στην τη μικρή ψυχούλα. Έχει και άλλες ενδιαφέρουσες εικόνες να παρουσιάσει ο πάνω όροφος. Τον Λευτέρη τον διαολόστειλε μετά επαίνων η «αγία» γιαγιά του επειδή τόλμησε να ανοίξει το ψυγείο και να αγγίξει μια πορτοκαλάδα. Οι κατάρες της «αγίας» Βασιλικής ακόμα ακούγονται στο σπίτι των Αμπελοκήπων, αφού όταν δεν είχε κόσμο να ευλογήσει, όλη την άλλη ώρα καταριόταν τους πάντες. Ειδικά την μεγάλη της κόρη, τη Μαρία. Έφτασε μάλιστα στο σημείο, όταν μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι και λογικά θα έπρεπε να είναι η Μαρία που επέστρεφε από δουλειά, να σηκώσει τα υπόλοιπα παιδιά της άρον-άρον από το τραπέζι και να κρύψει το ταψί με το φαγητό πάνω στη ντουλάπα, για να μη το δει και θέλει να φάει «η πόρνη».
Ο Λευτέρης φυσικά τα άκουγε και τα έβλεπε όλα, αφού το σπίτι είχε και εσωτερική σκάλα, ένωνε τα πλατύσκαλα από τις κουζίνες και έτσι όλα ακούγονταν πεντακάθαρα. Πολλές φορές ο Λευτέρης κρυβόταν πιο κοντά για να ακούει τους διαλόγους τους, περισσότερο για να γνωρίσει ποια επιτέλους είναι η μητέρα του, αφού δεν είχε την ευκαιρία, αυτή διαρκώς έλειπε. Αυτά όμως που άκουγε δεν ήταν καλά και σίγουρα η μάνα του δεν ήταν κάτι καλό. Δεν καταλάβαινε τι σήμαιναν οι λέξεις που άκουγε, αλλά σίγουρα δεν ήταν κάτι καθόλου καλό.
Είναι γεγονός πως όταν πέθανε ο Μάνος, πολλοί από τη γειτονιά χάρηκαν. Η Μαρία ήταν ομορφούλα, είχε, έτσι νόμιζαν, περιουσία από τον πατέρα της και ήταν πολλοί αυτοί που έσπευσαν από την πρώτη κιόλας μέρα να παρηγορήσουν τη χήρα. Την ημέρα που επέστρεψαν στο σπίτι μετά το θάνατο του Μάνου, το σπίτι γέμισε με άγνωστες φάτσες που τελικά στην πορεία αποδείχθηκαν όλοι επίδοξοι γαμπροί.
Η Μαρία ήταν εύκολος στόχος. Ήταν πραγματικά σε απελπισία, αυτή η καλομαθημένη που είχε μάθει να έχει υπηρέτες ξαφνικά να είναι μόνη και αβοήθητη και να πρέπει να βγεί έξω στη ζωή να δώσει μάχη; Δεν ήταν μεγαλωμένη για κάτι τέτοιο, έτσι ακολούθησε γρήγορα τις εύκολες λύσεις. Κάποια ακίνητα, οικόπεδα και χωράφια που υπήρχαν στην Χίο, ξεκοκκαλίστηκαν εν ριπή οφθαλμού, πλην ενός. Εδώ να κάνω μια παρένθεση που έχει σημαντικό ενδιαφέρον. Τα χρήματα «χάθηκαν» ή «τελείωσαν» όταν η Μαρία είχε μπλέξει με έναν από τους γαμπρούς, δεν θα αποκαλύψω όλο το όνομά του, όμως τον έλεγαν Γιάννη Σ. Αυτός ήταν από τις πλέον βρώμικες φάτσες των Αθηνών, της Ελλάδος μη πω, και ήταν ο ξάδελφος, του «Άγγελου» του σουβλατζή-επιχειρηματία, που η Νικολούλη είχε αφιερώσει πολλές εκπομπές σε αυτόν. Ποτέ όμως δεν ρώτησε τον Γιάννη Σ.... Ένας άλλος γαμπρός ο «Νίκος» έγινε πρωτοσέλιδο και πρώτο θέμα συζήτησης (τότε μόνο ΥΕΝΕΔ και ΕΙΡΤ είχαμε), αφού είχε κάνει την μεγαλύτερη απάτη τότε με πλαστές επιταγές. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναγίνει στην πατρίδα μας. Αυτός ήταν ο περίγυρος τότε της Μαρίας.
Με όλες αυτές τις καταστάσεις ο Λευτέρης ανήμπορος να αντιδράσει, έρμαιο τον καταστάσεων βιώνει το κάθε τι μέσα σε ένα μαρτυρικό πλαίσιο που πλέον τον έχει φέρει σε απόγνωση. Παρακαλά να πεθάνει, οι φοβίες του έχουν αρχίσει και θεριεύουν, δεν μπορεί να αντέξει άλλο και τελικά πόσο να αντέξει μια μικρή ψυχή, σκάει. Ο Λευτέρης, όπως αρέσκονται να λένε οι γιατροί, σωματοποίησε το άγχος του. Σήκωσε σαρανταδύο πυρετό και το παιδί έλιωνε σιγά-σιγά σαν την λαμπάδα. Μεταφέρθηκε στο Παίδων όπου έμεινε εκεί για έξι και πλέον μήνες. Κανείς δεν έβρισκε τι έχει. Τα λουτρά σε παγωμένο νερό ήταν μέρος της καθημερινότητάς του, για να πέσει ο πυρετός και τα μαντού ήταν σχεδόν σε ωριαία βάση. Σιγά-σιγά τα πράγματα καταλάγιασαν αλλά πάλι ήταν φορές που ο πυρετός έσπαγε θερμόμετρα, οι γιατροί απορούσαν. Η Μαρία εμφανιζόταν όποτε ήθελε στο νοσοκομείο, πολλές φορές πέρναγαν πολλές μέρες, και όταν εμφανιζόταν ο πυρετός μεγάλωνε....
Χάρη στην αρρώστια του Λευτέρη, η Μαρία για άλλη μια φορά έβαλε μπροστά το «παιδάκι της» και απεθύνθηκε στον Παπαδόπουλο! Ναι, στον δικτάκτορα, που ο Λευτέρης ακόμα και σήμερα λέει πως του οφείλει τη ζωή του. Η Μαρία έκανε έκκληση σε αυτόν να την λυπηθεί και να της βρει αν μη τι άλλο δουλειά^ ο Παπαδόπουλος όμως έκανε πολλά περισσότερα. Όχι μόνο της βρήκε δουλειά, στην αρχή στη Εθνική Τράπεζα και μετά ακόμα καλύτερη σε Ιδιωτική ελληνική κολοσσιαία εταιρία, που δεν υπάρχει όμως πλέον, αλλά ένα βράδυ έφτασε καμουφλαρισμένος στο Παίδων, στο Αγλαία Κυριακού για την ακρίβεια, στάθηκε πάνω από το κρεββατάκι του Λευτέρη, και αφού του έριξε μια ματιά ζήτησε να μεταφερθεί το κρεββατάκι σε κάποιον άδειο θάλαμο. «Ποιός είναι ο διευθυντής εδώ;» ρώτησε, «ο Δοξιάδης», απάντησαν οι παριστάμενοι. «Να τσακιστεί να έρθει αμέσως εδώ!». Δεν πέρασε πολύ ώρα και κατέφθασε μαζί με μια τεράστια κουστωδία γιατρών. Αυτολεξεί τους είπε: «Αν δεν μπορείτε να κάνετε καλά αυτό παιδί, δεν έχετε κανένα λόγο να κάνετε αυτή τη δουλειά! Απαιτώ να σκίσετε τα πτυχία σας και να πάτε σπίτια σας. Αν πάλι ως Κράτος, δεν έχουμε τις υποδομές, ή τον εξοπλισμό για να θεραπεύσουμε αυτό το παιδί, ακούω που θα πρέπει να το στείλουμε. Αν πρέπει να πάει στη Ρωσία, να τον στείλουμε στη Ρωσία! Περιμένω σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τις γνωματεύσεις σας ή τις παραιτήσεις σας». Έτσι και έγινε. Οι γιατροί βέβαια είχαν μπει σε κάποιες σκέψεις, εδώ και αρκετό καιρό. Όταν ο Λευτέρης ήταν στην αίθουσα νοσηλείας, ή τον πήγαιναν για μαντού λίγο πιο πέρα, είχε πυρετό, ώσπου να τον κατεβάσουν στο υπόγειο που ήταν οι παγωμένες δεξαμενές, ο πυρετός έπεφτε. Οι γιατροί άρχισαν να προβληματίζονται σοβαρά και διαπίστωσαν πως αυτό συνέβαινε όταν στον ίδιο χώρο ήταν η Μαρία, η μάνα του! Όταν τον πήγαιναν για κρύο μπάνιο δεν της επέτρεπαν να κατέβει μαζί τους, κάτι που όμως δεν ίσχυε στην αίθουσα των μαντού. Τελικά αποδείχθηκε πως τα μαύρα που φόραγε η χήρα Μαρία, ήταν η αιτία όλου του κακού.
Ο Λευτέρης έτσι άρχισε να συνέρχεται, η Μαρία, έβγαλε τα μαύρα, με εντολή γιατρού πλέον, αφού στην ουσία δεν τίμησε ποτέ ως έπρεπε τη χηρεία της και στο σπίτι που πλέον θα επέστρεφε ο Λευτέρης, κυκλοφορούσαν διάφοροι περίεργοι τύποι.
Ένα νέο πρωτόγνωρο περιβάλλον είχε διαμορφωθεί στο κολαστήριο των Αμπελοκήπων. Τηλέφωνα όλη μέρα, όλη νύχτα, τα περισσότερα, ήταν μουγγά, κορναρίσματα κάτω από το σπίτι, λάμψεις από τσιγάρα φέγγυζαν το βράδυ πίσω από το παραθυράκι της εξώπορτας, γόπες γέμιζαν το πλατύσκαλο. Πολλές φορές διάφοροι κοιμόντουσαν στο σπίτι και η πόρτα του μικρού Λευτέρη έκλεινε με βία, υποδηλώνοντάς του πως δεν πρέπει καν να σκεφτεί να την ανοίξει. Ο τρόμος συνεχιζόταν αμείωτος μέχρι που τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Ένας από αυτούς που μπαινόβγαιναν, αυτός που μπαινόβγαινε περισσότερο απ’ όλους, έκανε το αδιανόητο, όχι μόνο για τον Λευτέρη, αλλά για κάθε μικρό παιδί. Ο ξένος σήκωσε χέρι πάνω του και μάλιστα με τις ευλογίες και την προτροπή της Μαρίας, η οποία έλεγε καμαρώνοντας το φίλο της: «δώστου κι άλλες, μην τον βλέπεις έτσι είναι σκληρόπετσος, πιο δυνατά σου λέω!». Εκείνη τη βραδυά ο Λευτέρης είχε σημαντική αιμόπτυση, αλλά δεν το είπε σε κανέναν, ορκίστηκε όμως πως δεν θα επιτρέψει ποτέ ξανά σε κανέναν και για κανένα λόγο έστω να τον αγγίξει. Ποτέ ξανά! Ήταν τόση η μανία του και η οργή του που έκανε κομματάκια τον αρκούδο, τον καλό του φίλο, που δεν τον είχε προδόσει ποτέ ως τότε και πάντα τον άκουγε με υπομονή και καλοσύνη. Όχι, έπρεπε να πάψει πλέον να είναι παιδί, έπρεπε να παλέψει και να σταθεί σαν άντρας, έπρεπε να φύγει από αυτή την ανήθικη κόλαση.
Εκείνο το βράδυ, ήταν η πρώτη φορά που έφυγε από το σπίτι του, μικρό παιδί ήταν εύκολο να το βρούν, όμως πια ήξερε τι ήθελε, έπρεπε πλέον να κάνει υπομονή μέχρι να μπορέσει να μάθει και τον τρόπο.
Για την ιστορία το ξύλο το έφαγε, όταν η μάνα του τον πρόσταξε να πάρει λεφτά από το πορτοφόλι και να πάει να της πάρει τσιγάρα. Όταν ο Λευτέρης άνοιξε το πορτοφόλι υπήρχε ένα χιλιάρικό και ένα πενηντάρικο. Πήρε το πενηντάρικο, πήγε πήρε τα τσιγάρα, της τα έδωσε μαζί με τα ρέστα και πήγε να κάνει ότι έκανε και πριν τον διακόψουν. Όταν όμως η Μαρία πήγε στο πορτοφόλι της να βάλει μέσα τα ρέστα, το χιλιάρικο είχε πετάξει. «Λευτέρη, εσύ το πήρες;», «Όχι» αποκρίθηκε ο μικρός. Αφού αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, κάθε φορά και σε πιο άγριους τόνους, στο τέλος «ανέλαβε» ο παριστάμενος τύπος και με πομπώδες ύφος είπε: «δεν ξέρεις να ανατρέφεις σωστά τον γιό σου, πολύ χαϊδένο τον έχεις», και αμέσως βουτάει τον Λευτέρη και αρχίζουν τα χαστούκια και οι μπουνιές, με τις προτροπές, όπως είπαμε παραπάνω της Μαρίας. Δεν θέλει και πολύ σκέψη τι έγινε και από ποιον το χιλιάρικο, σημασία έχει πως για άλλη μια φορά βιάστηκε αυτή η παιδική ψυχούλα, από έναν ξένο με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Δυστυχώς είναι κάτι που άφησε ίσως τα βαθύτερα σημαδιά στο Λευτέρη και νιώθει την μεγαλύτερη ντροπή, σήμερα πια, που μπροστά σε μεγαλύτερα από τον ίδιο, αλλά όπως κι αν έχει, μικρά παιδιά έκανε παρόμοιες πράξεις. Μετανιώνει, και ντρέπεται αλλά πολλές φορές αυτό όμως δεν φτάνει...
Ο Λευτέρης από εκείνη τη στιγμή απαίτησε από τον εαυτό, να αποκτήσει όλα εκείνα τα εφόδια που θα του επέτρεπαν να σταθεί στα πόδια του και να φύγει.
Η Μαρία, η μητέρα του, το πρωί δούλευε, ερχόταν το μεσημέρι, κοιμόταν, ξύπναγε, ντυνόταν σενιαριζόταν και εξαφανιζόταν. Ο μισθός της όλος πήγαινε στα λούσα και στις χαρτοπαικτικές λέσχες ή στα χαροπαίγνια που γίνονταν σε διάφορα σπίτια^ μετά από το παίγνιο ακολουθούσαν μπουζούκια και άλλες κραιπάλες μέχρι πρωίας, έτσι ήταν πολλές-πολλές οι φορές που πήγαινε κατευθείαν για δουλειά και ο Λευτέρης έμενε μόνος του, μαγείρευε μόνος του, ξύπναγε μόνος του να πάει σχολείο. Είχε όμως και τα τυχερά του, αμέ! Κάποιες φορές η Μαρία θυμόταν την ύπαρξή του και του έφερνε τα αποφάγια των συντόφων και των παρεών της. Ποτέ δεν ήταν κανονική μερίδα με κανονικό κρεατάκι, φαινόταν πεντακάθαρα πως ήταν «για το σκυλάκι», ή άλλοι πάλι γαμπροί.ερχόντουσαν με φανταχτερά δώρα —κάποιος είχε στείλει έξω από το σπίτι ένα κανό, το είδε ένας άλλος και έφερε θαλάσσιο ποδήλατο, απίστευτο κάλλος— για να δελεάσουν τον πιτσιρικά, αφού το δόγμα «να γίνω συμπαθής στον μικρό, για να μου κάτσει η μάνα του», είναι παγκόσμιο και δυνατό. Όμως η Μαρία, δεν το επέτρεψε ποτέ! «Να μην μάθει το παιδί στα εύκολα και στα ακριβά, αν θες να κάνεις κάτι καλό γι αυτόν, δώσε μου τα χρήματα για να τον φροντίσω εγώ. Η Μάνα ξέρει πάντα καλύτερα.»! Μεταξύ αυτών κάποιος δικηγόρος, θείος πασίγνωστου τραγουδιστή που αυτός τον έφτιαξε με τα λεφτά του. Το που τα βρήκε το καταλαβαίνουμε όλοι, αφού αρκετά χρόνια μετά βρέθηκε στη φυλακή, με άλλους δικηγόρους, για σύσταση συμμορίας και αμφιβάλω αν θα βγει ποτέ από εκεί..
Σε αυτό το περιβάλλον βρισκόταν ο Λευτέρης και πάσχιζε να αντέξει. Ήξερε πως πρέπει να κάνει υπομονή αλλά πάνω απ’ όλα έπρεπε να αποκτήσει δυνάμεις και εφόδια. Έτσι σαν παιδί μπορεί να διάβαζε Σεραφίνο, Μπλεκ, Μάχη, και Φάντομ Ντακ, ήξερε όμως πως αυτά ήταν «παιχνίδια», διαβαζε κλασσικά εικονογραφημένα, διάβαζε σαν μυθιστόρημα τις εγκυκλοπαίδειες, άρχισε να μαθαίνει λήματα και να κάνει συσχετίσεις, να αποκτά ευρύτερες γνώσεις, είχε φτάσει Τετάρτη-Πέμπτη δημοτικού και διάβαζε Γκαίτε, λυπήθηκε στο τέλος τον Μεφιστοφελή, παρά τον Φάουστ^ έκτη δημοτικού ήξερε απ’ έξω όλα τα βιβλία του Λόμπσαν Ράμπα, είχε προχωρήσει πολύ, πάρα πολύ για την ηλικία του. Όταν οι συμμαθητές του έπαιζαν με στρατιωτάκια, αυτός έκανε ασκήσεις διαλογισμού, έλυνε εξισώσεις και έπαιζε με το αίμα του, στο μικρό μικροσκόπιο που είχε αποκτήσει. Όχι δεν ήταν κάποιο σπασικλάκι, το έκανε γιατί είχε ένα σκοπό, μα πάνω απ’ όλα αναζητούσε έναν καλύτερο κόσμο, με αγάπη, με αρμονία, εκεί ποιος ξέρει, μπορεί να έβρισκε κάποτε ένα φίλο... Προσπάθησε να βρει ανθρώπους που θα ήθελε να τους μοιάσει, έτσι ξεχώρισε τον Ζάτοπεκ και άρχισε να τρέχει, χωρίς σταματημό, αν και ο Εμίλ το είχε αυτό το στυλ, το «βασανίζομαι, υποφέρω», ο Λευτέρης έτρεχε σαν τρελλός χωρίς σταματημό μέχρι να υποφέρει κι αυτός, και συνέχιζε και συνέχιζε... Έκανε ότι μπορούσε για να δυναμώσει το σώμα του, για να μπορεί να αντισταθεί και να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε θα προσπαθούσε να τον αγγίξει... Καθημερινά δυνάμωνε και πνευματικά και σωματικά, έφτασε λοιπόν στην Πέμπτη δημοτικού. Εκεί η ζωή του φωτίστηκε. Έμαθε να κάνει προσευχή, να διαλογίζεται, να ρίχνει φως μέσα και γύρω του, απόκτησε πίστη και άρχισε να βλέπει πως υπάρχει κάτι καλό εκεί έξω που απλά θέλει τον τρόπο του. Όλα άρχισαν να πηγαίνουν προς το καλύτερο, μέχρι που δύο ιδιαίτερα γεγονότα του άλλαξαν πάλι τη μοίρα.
Το πρώτο και ίσως αυτό που του άφησε το μεγαλύτερο απωθημένο ήταν ο αθλητισμός. Μέχρι την έκτη δημοτικού, είχε κατακτήσει νίκες και χρυσά μετάλλια σε αδιανόητο αριθμό αθλημάτων. Μήκος, ύψος, τριπλούν, 100 μ., 200 μ. , 1500 μ., 5000 μ., σκυταλοδρομία, σφαίρα, σφύρα, ακόντιο, κολύμβηση, ελεύθερο, ύπτιο, καταδύσεις, ακόμα και σε μονόκοπο και δίκοπο κέρδισε μετάλλιο. Δεν θα γινόταν απλά ένας τέλειος δεκαθλητής, αλλά ήταν ικανός να κατέβει σε όλα αυτά τα αγωνίσματα ξεχωριστά και να διαπρέψει. Είχε γίνει, Ζάτοπεκ, Μπικίλα και στο στόχαστρό του, είχε μπει ο Μπομπ Μπίμον, αφού είχε αποδειχθεί «άχρηστος» μη μπορώντας να ξεπεράσει τα εννέα μέτρα. Ε, λοιπόν αυτός ήταν που θα τα παίρναγε! Στην παιδική των Αμπελοκήπων πήδαγε δύο μέτρα πιο πίσω από τα άλλα παιδιά, και πάντα προσγειωνόταν όχι στο σκάμα αλλά στο φράχτη. Σε ηλικία 16 ετών (άκλειστα), αργότερα όταν πια τα είχε παρατήσει, πήδηξε 7,01...
Όλοι όσοι τον είχαν παρακολουθήσει είχαν δει το ταλέντο του και ύστερα από πιεστικές προσπάθειες η μάνα του πείστηκε να τον γράψει στον Πανελλήνιο, αυτή ήταν η πρώτη ας πούμε ταξική προσγείωση του Λευτέρη. Ο Λευτέρης είχε φτάσει σε ένα σημείο που στις αθλοπαιδειές μόνο με αρκετά μεγαλύτερούς του, μπορούσε να συναγωνιστεί, στο μπάσκετ, το βόλει και στη μπάλα είχε μάθει να παίζει πάντα με μεγαλύτερους. Έτσι όταν πήγε επιτέλους στον Πανελλήνιο και ένιωσε πως είναι κοντά στο όνειρό του, ο προπονητής που τον ανέλαβε κάποιος Μελισσαρόπουλος, δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί του. Στις πρώτες δυο-τρεις φορές ο Λευτέρης κατάλαβε το λόγο. Υπήρχαν γονείς, που έδιναν το κατι τοις στον προπονητή για να προσέχουν ιδιαιτέρως τα καμάρια τους. Στους αγώνες κατέβαιναν μόνο αυτοί και οι άλλοι απλά δεν υπήρχαν, δεν τους κοίταζε καν. Το πρόβλημα του Λευτέρη ήταν πως έκανε μπαμ από μακριά πως ήταν φτωχόπαιδο. Κυριολεκτικά φτωχόπαιδο, αν και η Μαρία έκανε την καλύτερη ζωή, είπαμε η φακή κράτησε πολλά χρόνια. Για πρώτη φορά «εκεί έξω» ο Λευτέρης ένιωσε άσχημα. «Δηλαδή παντού στον κόσμο βασιλεύει η αδικία; Μα ο αθλητισμός είναι η πιο αγνή και καθαρή μορφή αγώνα, τι στο καλό;». Έτσι αποφάσισε να ζήτήσει από τη Μαρία, αφού δεν διανοήθηκε καν να της πει να δώσει μπαξίσι στον προπονητή για να του δώσει μια ευκαιρία, να του αγοράσει τουλάχιστον ένα ζευγάρι παπούτσια για το στίβο, και αν είναι δυνατόν με τάπες. Η Μαρία εξεμάνη: «σαν δεν ντρέπεσαι» είπε, «που ζητάς αυτό το ποσόν», είπε και έφυγε για την χαρτοπαιξία. Ο Λευτέρης μέχρι τότε βολευόταν με τις γνωστές ελβιέλες αν και τα τελευταία χρόνια είχε βρει κάτι παπούτσια της Carina, δεν υπάρχει πλέον αυτή εταιρία, με χοντρό πάτο που άντεχαν πολύ, αφού είπαμε έτρεχε συνεχώς, τα έλιωνε τα παπούτσια που φόραγε και ήταν και πολύ φθηνά. Όμως βρώμαγαν φτώχεια! Έτσι έσβησε η ελπίδα για μια καλή πορεία στον αθλητισμό, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να προπονείται και όταν μπήκε στο γυμνάσιο, το 10ο με το Λυκαβηττό δίπλα του, έκανε τα καλύτερά του. Πριν πάει στο σχολείο, ειδικά όταν ήταν απογευματινός η καλύτερή του, στα κενά ανέβαινε πάνω, σε κάθε ευκαιρία. Τον ανέβαινε τρέχοντας όχι από το δρόμο αλλά πάνω από το πούσι και τα βράχια. Τον περικύκλωνε τρέχοντας σε απίθανους χρόνους, και με αυτό τον τρόπο ανακάλυψε τα μυστικά του... Αρχαία θεατράκια, κρυψώνες, κλεισμένες αρχαίες στοές... Ήταν και παραμένει ένα μέρος που ακόμα τον γοητεύει, και για πολλά χρόνια αντί να κάτσει στην «Πράσινη τέντα» η τον «Αποσπερίτη», έπαιρνε τον καφέ ή το ουζάκι του και καθόταν πριβέ στο πολυβολείο.
Το δεύτερο γεγονός που του άλλαξε τη μοίρα ήταν η γνωριμία του με τον μόνο Δάσκαλο που πραγματικά είχε, έναν πρώην Πρέσβη, κανονικό διπλωμάτη, που συντέλεσε με τον τρόπο του στη «φώτιση» του Λευτέρη στην Πέμπτη δημοτικού.
Η γνωριμία έγινε ως εξής: Η Μαρία είχε αρχίσει να ασχολείται με την αστρολογία, είχε βρει πλέον τον τρόπο να ακολουθήσει τα βήματα της μάνας της, της Βασιλικής, αλλά αυτή αντί να ακούει τη φωνή του Κυρίου, το παράλλαξε λίγο και άρχισε να μεταφέρει τα θελήματα του Κρόνου, του Δία και των λοιπών. Πήγε για πολυ λίγο σε κάποιες σχολές μπήκε στο «πνεύμα» και διαπίστωσε επίσης για άλλη μια φορά πως η αρλούμπα μπορεί να είναι πολυ επικερδής, κάτι που είχε «διδαχτεί» από την «αγία» των Αμπελοκήπων, τη μάνα της. Διαδώθηκε λοιπόν σε αυτούς τους χώρους πως κάποιος πνευματικός άνθρωπος αναζητά κάποιο ιδιαίτερο παιδί που θα το αναλάβει και θα γίνει ο μαθητής του. Μια και δυο η Μαρία παίρνει τον Λευτέρη και τον πάει στην συγκέντρωση που έγινε στο σπίτι του πνευματικού, για να κάνει την επιλογή. Αμέσως ο κύριος Αγγελόπουλος στράφηκε στον Λευτέρη λέγοντάς του: «εσένα σε ξέρω από παλιά», «τι εννοείς από παλιά;», αποκρίθηκε ο Λευτέρης. «Σε ξέρω όχι από αυτή την εποχή, σε ξέρω όμως από τότε που έπαιζες πιάνο... θες να μας παίξεις λίγο να δούμε τι θυμάσαι;» Κάγκελο ο Λευτέρης, γελώντας αμήχανα, αλλά και βρισκόμενος σε πολύ δύσκολη θέση, αφού όλοι τον κοίταζαν, είπε «όχι μόνο, δεν θυμάμαι να παίζω πιάνο, όχι μόνο δεν έχω ξανακάτσει σε πιάνο, αλλά ακόμα κι η μελόντικα μου πέφτει πολύ, αν θες να σου παίξω με τριγωνάκι τα κάλαντα ευχαρίστως!» Γέλασε ο άνθρωπος και του πρότεινε το σκαμνί του πιάνου του, γνέφοντάς του ευγενικά να καθήσει. Γεμάτος απορία αλλά έντονη δυσφορία ο Λευτέρης κάθισε στο σκαμνί και άπλωσε τα χέρια του στα πλήκτρα. Ο Δάσκαλος κάθισε ακριβώς πίσω του, άνοιξε ελαφρά τα χέρια του με τις παλάμες στο ύψος περίπου των ώμων τού Λευτέρη και αναφώνησε: «το Fur Elize, παρακαλώ» και τότε έγινε το αναπάντεχο, όλοι έβγαλαν ένα επιφώνημα έκπληξης και απορίας. Η Μαρία σηκώθηκε όρθια και όλοι πάγωσαν σαστισμένοι. Ο Λευτέρης με μια μοναδική δεξιοτεχνία, άρχισε να παίζει το κομμάτι... Δεν ήξερε απλά τι και πως να κάνει, αλλά είχε και τη δεξιοτεχνία ενός βιρτουόζου, κάνοντας περίτεχνα αρπέζ προσφέροντας όχι μόνο ήχο αλλά και εντυπωσιακό θέαμα! «Αδύνατον!» είπαν όλοι όταν τελείωσε ο Λευτέρης το κομμάτι. Ο Λευτέρης μετά την έκσταση που βρισκόταν προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα, μην πιστεύοντας αυτό που συνέβη. Ήταν ένα μεγάλο σοκ για όλους εκτός από τον Δάσκαλο. Χαμογελώντας είπε: «τον βρήκα τον μαθητή μου».
Έκτοτε ο Λευτέρης τρεις-τέσσερεις φορές τη βδομάδα, ανέβαινε με το λεωφορείο στο τέρμα της Παλαιάς Παντέλης και επισκέπτονταν τον ογδοντάχρονο γέροντα, ακούγοντας με σεβασμό τα διδαγματά του, και πλέον χωρίς τα «μαγικά» που είχε κάνει στην πρώτη τους συνάντηση, άρχισε να τον ξαναμαθαίνει πιάνο. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι της Δούκισσας της Πλακεντίας, όλο το μέρος απέπνε μια μοναδική γαλήνη και ζεστασιά, για πρώτη φορά ο Λευτέρης ένιωθε οικείο έναν χώρο και πολλές φορές ίσα που προλάβαινε το τελευταίο λεωφορείο για να γυρίσει σπίτι του. Ακόμα όμως και τις μέρες που ο Λευτέρης δεν ήταν να πάει στον Δάσκαλο, ο Δάσκαλος ήταν κοντά του. Μια μέρα για παράδειγμα, ο Λευτέρης είχε πονόδοντο^ ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Δάσκαλος: «Λευτέρη, το δόντι που σε πονάει, σε λίγο θα περάσει». Το δόντι πέρασε, ο Λευτέρης κάγκελο, αλλά με τον καιρό τα συνήθισε κάτι τέτοια.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα έπρεπε. Οι μανάδες των άλλων παιδιών που δεν δέχτηκε ο Δάσκαλος, είχαν αρχίσει να διαδίδουν φήμες πως δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας παιδόφιλος πορνόγερος που απλά έβρισκε αγοράκια για να ικανοποιεί τις ανώμαλες ορέξεις του. Φυσικά όσο αστείο και αν φαίνεται, αυτές οι φήμες απέδωσαν καρπούς, έτσι η Μαρία προφασιζόμενη διάφορα δήθεν σοβαρά πράγματα ακύρωνε τα ραντεβού με τον Δάσκαλο, του άφηνε διάφορα υπονούμενα, μέχρι προσβολής, ενώ παράλληλα έβαζε φιτιλιές στον Λευτέρη. Ο Λευτέρης δεν πήρε χαμπάρι από αυτά, όμως ο γέροντας, είχε ήδη ενοχληθεί και έθεσε ένα αυστηρό πλαίσιο συμπεριφοράς στον Λευτέρη που ήταν κάπως δύσκολο να τηρηθεί. Αυτό συνέβη ακριβώς την περίοδο, που η Μαρία δεν αγόρασε τα παπούτσια του Λευτέρη και έτσι όλα μαζί τον έκαναν να ξεσπάσει.
Από τότε άρχισε μια κακή πορεία που ακόμα και σήμερα σέρνει από το παρελθόν κακές αναμνήσεις, άσχημα διδάγματα και ακόμα πιο άσχημες εικόνες.
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου