Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο Πέμπτο

Ο Λευτέρης είχε πλέον μολυνθεί με το μικρόβιο των εκδόσεων. Του άρεσαν όλα τα στάδια της παραγωγής, από την φωτοσύνθεση μέχρι την παραγωγή διαφήμισης. Τα έκανε όλα και με μεγάλη ευχαρίστηση. Συγκέντρωσε αρκετά χρήματα από τις διαφημίσεις, αλλά και από την διανομή που έκανε μόνος του τού περιοδικού σε επιλεγμένα σημεία —ήδη είχε ξεκινήσει και ένα μικρό διαφημιστικό γραφείο— που λίγο καιρό αργότερα του φάνηκαν χρήσιμα, όταν μπλέχτηκε για λίγο με ένα εξαιρετικό μαγαζί που είχε ζωντανή μουσική rock και rhythm & blues. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος, αφού το πρώτο jam έγινε σε αυτό το μαγαζί. Και δεν jamαρε όποιος όποιος... Κελαηδόνης, Γιοκαρίνης, Ζούγας, όλοι πέρασαν από κει και όλοι είχαν κάτι να παίξουν. Ο Λευτέρης παραχωρούσε τη δυνατότητα σε μουσικούς να δείξουν τις δυνατότητές τους ή έστω να βγάλουν αυτό που είχαν μέσα τους βρε αδελφέ! Μια ιδιαίτερη μορφή ήταν ένα τρομπετίστας, ερχόταν κάθε Πέμπτη με την τρομπέτα του, την έβγαζε τελετουργικά από τη θήκη της, έπαιζε κάνα δίωρο, η μπάντα όλη δική του, έπαιζε για πάρτι του και όταν έκανε το κομμάτι του απλά έφευγε... Ποτέ δεν δέχτηκε ούτε ένα κέρασμα... Ποτέ δεν μίλησε με κανέναν.
Η Μαρία εντωμεταξύ είχε δημιουργήσει ένα αστρολογικό club και μια σχολή αστρολογίας. Το club το είχε αναλάβει ο Λευτέρης, και ήταν γι’ αυτόν ένα τεράστιο ακόμα σχολείο σε ό,τι αφορά τους τρόπους που επινοεί ο άνθρωπος για να καλύψει τις έμφυτες αδυναμίες του και να δικαιολογήσει τα λάθη του. Το 99,99 % όσων ήταν εκεί και ήταν πάρα πολλοί, δεν είχαν πάει για να πάρουν κάποια ανώτερη γνώση... Πήγαν μόνο και μόνο για ρίξουν τις ευθύνες τους στον «γενέθλιο Κρόνο ή Πλούτωνα» ή στην κακή ημερομηνία γέννησης. Έτσι όλοι όλο και κάτι θα έβρισκαν για να δικαιολογήσουν την αποτυχημένη ζωή τους.
Ο Λευτέρης, συνέχιζε να πίνει, συνέχιζε να ξενυχτάει περισότερο όμως από συνήθεια, ήταν τρόπος ζωής πλέον παρά ανάγκη.
Είχε αρχίσει ήδη πριν καν πάει να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα να κυκλοφορεί με σιμέκο ή αλουντρόξ στην κωλότσεπη αφού το στομάχι του ήδη είχε ζοριστεί υπερβολικά.
Είχε έρθει η ώρα πλέον να πάει φαντάρος.
Ωραία ζωή! Λούφα και παραλλαγή κανονικά. Μία περίοδος που ο Λευτέρης ακόμα θυμάται με νοσταλγία. Για όσο υπηρέτησε και όπως υπηρέτησε. Διακοπές διαρκείας... Τους είχε τρελλάνει όλους, τους καραβανάδες, αλλά όλοι παρ’ όλα όσα τους έκανε τον έβλεπαν με συμπάθεια. Κοπάνα είκοσι ημερών από τη Λήμνο; Δύο μέρες άγνοια δήλωσε ο διοικητής γιατί γούσταρε τον κινηματογραφικό τρόπο της κοπάνας! Στη Σάμο; Τουρίστα τάγματος τον αποκάλεσε ο διοικητής και έβαλε το τάγμα να παρουσιάσει όπλα κατά την είσοδό του μετά από μία από τις ιστορικές του άδειες. Έσπαγε μεγάλη πλάκα ο Λευτέρης, δυστυχώς δεν τον άφηναν να τελειώσει φυσιολογικά το στρατιωτικό του και έτσι το έκανε σε τρεις δόσεις! Υπήρχε ένας τρελλίατρος στο 401, Ταρασίδης το όνομά του αν δεν κάνω λάθος, που έδωσε δύο αναβολές στον Λευτέρη και ακόμα θα έχει να τις θυμάται.
Την πρώτη αναβολή την πήρε και ποιός δεν θα την έπαιρνε, όταν η καλή του η μάνα, του έστειλε εξώδικο να της παραδόσει τα κλειδιά του μικρού σπιτιού που του είχε παραχωρήσει και τα κλειδιά ενός μικρού αυτοκινήτου που είχε τότε και το χρησιμοποιούσε και ο Λευτέρης. Έφριξαν όλοι όσοι το είδαν, στο στρατό έχουν αυτοκτονήσει πολλοί για λιγότερα και έτσι ο Λευτέρης πήρε την πρώτη αναβολή. Δεν πήγε Αθήνα, πήγε στη Χίο. Εκεί στο σπίτι του πατέρα του, έμεινε περίπου 3 μήνες. Έκανε δουλειές του ποδαριού, δούλεψε ματσακόνι, μεταφορέας, έκανε ψεκασμούς σε ελιές και το βράδυ δούλευε ως dj και barman (ναι και τα δυο μαζί) σε μια μικρή ντισκοτέκ. Μάζεψε κάποια χρηματάκια και ξανακατέβηκε Αθήνα.
Ψιλοέλυσε την παρεξήγηση με τη μάνα του και συνέχισε και πάλι την παλιά του ζωή.

Αυτή λίγο πολύ ήταν η κατάσταση όταν γνώρισε ένα μέλος του Club τη Γιάννα.
Η Γιάννα είχε όλα τα λάθος πράγματα. Όλα! Πρώτα απ όλα η ηλικία της. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερη από τον Λευτέρη. Ψιλοείχε τσιλιμπουρδίσει με δυο τύπους που ο Λευτέρης δεν χώνευε στο club, άρα ήδη φαινόταν η διαφορετική τους κρίση. Συμμετείχε σε συζητήσεις του τύπου «εγώ δεν είπα τίποτα, αλλά...» ξενέρα απίστευτη. Αυτά τα «δήθεν» και τα «απαπά» πάντα έφερναν και φέρνουν αναγούλα στον Λευτέρη. Άμα είναι να μιλάς, μίλας. Αν φοβάσαι μην σε παρεξηγήσουν άστο καλύτερα κάτσε στ’ αυγά σου. Εκτός των άλλων είχε το μεγαλύτερο κουσούρι, ήταν μέλος του club άρα σίγουρα προβληματική! Έτσι ο Λευτέρης δεν είχε ασχοληθεί μαζί της και αρκούνταν σε ξεπέτες με τα υπόλοιπα νεαρότερα φρούτα του club.
Όλα όμως άλλαξαν ένα απόγευμα που ήρθε καθυστερημένη για ένα μάθημα που παρακολουθούσε. Μπήκε γρήγορα-γρήγορα στο club, έτρεξε στο bar που ήταν ο Λευτέρης και του άφησε μια ψεύτικη εφημεριδούλα με τον τίτλο: «Χρόνια πολλά Λευτέρη» και ένα ακόμα μικρό δωράκι, από αυτά τα ζαχούλικα που σκοπό έχουν να φανερώσουν τη σκέψη... Ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο ένα ζεστό «χρόνια πολλά» και έφυγε τρέχοντας για το μάθημα. Ο Λευτέρης ξαφνιάστηκε. Κανείς μα κανείς δεν θυμήθηκε τη γιορτή του, μόνο η Γιάννα. Εκτίμησε το ενδιαφέρον της, αν και τον παραξένεψε αλλά ως όφειλε το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να της ανταποδώσει με κάποιο τρόπο το δώρο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή ήταν να της φτιάξει τον καφέ και για πρώτη φορά στην ιστορία του club να της τον πάει στην αίθουσα διδασκαλίας. Η Γιάννα εκτίμησε πάρα πολύ αυτή την κίνηση, και μάλλον παρεξήγησε τις προθέσεις. Λίγες μέρες αργότερα γινόταν ένα πάρτι στο club. Πολύς κόσμος, διασημότητες της εποχής όλοι μες την καλή χαρά. Όμως κατά την απουσία του Λευτέρη στα στρατά, κάποια νέα φρούτα είχαν διπλαρώσει τη Μαρία, η οποία φυσικά είχε ξεσαλώσει να λέει τι τραβάει από το γιό της, πόσο δύσκολα τα φέρνει βόλτα μαζί του κλπ, και πόσο δυστυχισμένη είναι που της έλαχε στη ζωή της. Ένας από αυτούς ξεπέρασε όμως τα εσκαμμένα. Είχε ένα στυλάκι και ένα τυπάκι, πολύ «κάπως» και η ειρωνία και η υποτίμηση ξεχύλιζαν. Έτσι πρόκληση την πρόκληση, ο Λευτέρης υποτροπίασε... Τον χτύπησε άσχημα, και όχι μόνο αυτό, αλλά ο καβγάς έγινε δημοσίως, το πάρτι έγινε κουκουβάχατο, πάει η καλή χαρά πάνε όλα... Από τότε ξεκίνησε και μια φήμη από όλους αυτούς τους καλούς ανθρώπους πως ο Λευτέρης δεν ήταν στο στρατό αλλά στη φυλακή γιατί είχε σκοτώσει κάποιον... Αυτό δεν τον ενόχλησε και πολύ γιατί μετά τον είχαν όλοι με το «σεις και με το σας» και τα θηλυκά περιέργως έλκονται από κάτι τέτοιες φήμες.
Όταν καταλάγιασε κάπως ο καβγάς, ο Λευτέρης με την άκρη του ματιού του είδε την Γιάννα. Η Γιάννα είχε σταθεί σε μια γωνία, είχε «καρφωθεί» επάνω του με το βλέμμα της και... έκλαιγε. Έκλαιγε με λυγμούς και τον κοίταζε μες την απορία. Έδειχνε ένα τρομερό ενδιαφέρον και ακόμα μεγαλύτερη στεναχώρια. Ο Λευτέρης σάστισε, ξαφνιάστηκε, ήταν τόσο μεγάλο το ξάφνιασμα που ξέχασε τον καβγά, ηρέμησε και αυτή η στάση της Γιάννας κέρδισε όλο του το ενδιαφέρον.
«Γιατί κλαίς, τι έχεις; Μήπως σου έριξα καμιά αδέσποτη; Σου ζητώ συγγνώμη, αν έγινα κάτι τέτοιο», είπε ο Λευτέρης «Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, εσένα» είπε και έφυγε προς το ασανσέρ». «Ούπς, αν αυτό δεν σημαίνει πως με βλέπει αλλιώς τότε τι άλλο θα μπορούσε;», σκέφτηκε ο Λευτέρης απορημένος...
Το εξώδικο στο στρατό ο Λευτέρης το έλαβε γιατί η Μαρία είχε ακούσει μια συζήτηση του με μια κοπελίτσα που είχε τότε δεσμό και αφορούσε το σπίτι στη Χίο. Η Μαρία όλο έλεγε στο Λευτέρη, «όλα για σένα τα κάνω», «σπίτια σου έφτιαξα, τι άλλο θες»... Φυσικά το σπίτι ήταν κληρονομιά, η Μαρία απλά το σουλούπωσε λίγο, ενώ ο Λευτέρης πάντα απαντούσε μονότονα: «Χέστηκα για τα σπίτια, εγώ μάνα ήθελα, ή έστω λίγο την αγάπη της». Ψιλά νοήματα βέβαια για τη Μαρία.
Έτσι η λύση που είχε βρεθεί ήταν να πουληθεί το σπιτι στη Χίο, να πάψει και η Μαρία να λέει περί σπιτιών «που έφτιαξε» και φυσικά τα χρήματα δεν ήταν ευκαταφρόνητα. Ο Λευτέρης λοιπόν έπρεπε να πάει στη Χίο να βρει μεσίτη και να συμμαζέψει λίγο το σπίτι και τον κήπο. Τότε έκανε μια σκέψη που θα του άλλαζε όλη του τη ζωή, συθέμελα. Πρότεινε στη Γιάννα να πάνε μαζί για 3-4 μέρες, να κάνει αυτός τις δουλειές του και η Γιάννα να δει και το νησί μιας και δεν είχε ξαναπάει. Δέχτηκε.
Το σπίτι ήταν μεγάλο και υπερβολικά κρύο. Πετρέλαιο δεν υπήρχε, άρα το τζάκι ήταν η μόνη διέξοδος, αλλά ούτε αυτό έφτανε. Έτσι υποχρεωτικό ήταν το εναγκάλιασμα για να βγει το βράδυ. Ένας άντρας και μια γυναίκα, μόνοι, αγκαλιασμένοι... Χμ... Δεν ήθελε και πολύ να προχωρήσουν τα πράγματα. Τη στιγμή που έκαναν έρωτα η Γιάννα του λέει: «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ...» «Ο Χριστός κι η Παναγία», σκέφτηκε ο Λευτέρης, συνεχίζοντας τη δουλειά του, «αυτή είναι θεοπάλαβη». Δεν είπε τίποτα, όμως είχε την απόλυτη βεβαιότητα πως η Γιάννα ήταν ερωτευμένη μαζί του, υπερβολικά και ακατανόητα όπως έδειχναν τα πράγματα.
Την επόμενη μέρα το σπίτι είχε ζεστάνει κάπως και αποφάσισαν να κοιμηθούν στο κρεββάτι. Εκεί όταν ο Λευτέρης θέλησε να ικανοποιήσει τις ορέξεις του και να επαναλάβει τα χθεσινα, άκουσε το αλησμόνητο: «δεν έχω όρεξη τώρα», «βρε καλή μου βρε κακή μου», τίποτα... «κοίτα, μάλλον δεν ταιριάζουν οι ώρες μας!» «Τελικά είναι θεότρελλη», σκέφτηκε ο Λευτέρης και πήγε μπροστά στο τζάκι να κοιμηθεί. Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν τυπικά και όταν έφτασαν πίσω στον Πειραιά, ο Λευτέρης της ανταπέδωσε τα προσθεσινά με ένα «θα σου τηλεφωνήσω», με τον σωστό τόνο και ύφος που όλοι ξέρουμε τι σημαίνει.
Τρεις μέρες μετά ανακαλύπτει πιασμένο στο λουρί της σέλας της μηχανής του, σε ένα άσχετο μέρος, ένα σημείωμα. «Kiss, Γιάννα». Ξαφνιάστηκε για άλλη μια φορά... «Τι στο καλό θέλει τούτη, γιατί το συνεχίζει;» Θέλοντας λοιπόν να λύσει αυτή την απορία, τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα. Ο Λευτέρης είδε στη Γιάννα κάποια ευκαιρία και μια νέα δυναμική. Η Γιάννα θα μπορούσε να είναι το μέσο που θα τον βοηθούσε να ξεφύγει από την κενή και ανώφελη ζωή που έκανε. Έτσι κατά μία έννοια, την χρησιμοποίησε, την εκμεταλλεύτηκε για να αλλάξει σελίδα. Ήταν σοβαρή, κομψή, αρκετά όμορφη. Μορφωμένη, ψαγμένη, συζητήσιμη, μπορούσε να σταθεί παντού. Οκ, είχε ντε φο, εκτός από τα γνωστά, ήταν λίγο αργή για τα γκάζια του Λευτέρη, δεν την έλεγες ακριβώς νοικοκυρά, αλλά ήταν ένας ήρεμος και γαλήνιος άνθρωπος που τελικά σου το πέρναγε κι εσένα.
Γρήγορα η Γιάννα, προσλήφθηκε στο Club, ανέλαβε τη γραμματεία, βοηθούσε στο διαφημιστικό γραφείο του Λευτέρη και σύντομα έμεναν μαζί στο μικρό διαμέρισμά του. Αυτή η νέα πρωτόγνωρη κατάσταση για τον Λευτέρη, του έδινε φτερά. Είχε έναν άνθρωπο να φροντίσει. Έπρεπε να φανεί αντάξιος και ικανός. Είδε με άλλο μάτι τη δουλειά, άρχισε να παίρνει τα πράγματα πιο σοβαρά και να δουλεύει πολλές-πολλές ώρες. Τα ξενύχτια και οι παρέες κόπηκαν σχεδόν μαχαίρι και έπρεπε πλέον να κοιτάξει σοβαρά το μέλλον.
Τη Γιάννα δεν την ερωτεύτηκε, αλλά παρά τα προβλήματα που έσερνε μαζί της, παρά τα ελαττώματά της και σε πολλές περιπτώσεις την ανεπάρκειά της στην πορεία την αγάπησε πολύ. Ήταν ένας πραγματικός σύντροφος, μια πραγματική φίλη. Ένας άνθρωπος με αγνή καρδιά που έσκυβε πάνω στο πρόβλημά σου, για να σε βοηθήσει να το λύσεις και όχι να πει παρόλες για να ικανοποιήσει τον εγωισμό της και την αυταρέσκειά της. Ένας άνθρωπος που πραγματικά αξίζει να γνωρίσει κάποιος και να τον κρατήσει στη ζωή του. Μπορεί να μην είναι σήμερα μαζί όμως δεν έπαψε ποτέ να την σκέφτεται και ακόμα τον βαραίνουν οι τύψεις από κάποια «ανεξόφλητα γραμμάτια» που έχει μαζί της.
Η Μαρία φυσικά ποτέ δεν είδε με καλό μάτι αυτή τη σχέση, ούτε καν που πρόσεξε την αλλαγή του Λευτέρη. Άγαλμα θα έπρεπε να της στήσει. Έτσι άρχισε έναν πόλεμο ανεϋ προηγουμένου. Πρώτα απ’ όλα άρχισε με τα γνωστά για τη Μαρία. Ρουφιανιά όπου, όπως και σε όποιον μπορούσε. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να ρίξει και διάφορα «ξεκωλάκια» δίπλα στον γιό της μπας και ξεκολλήσει από τη «γριά».
Μια μάλιστα από αυτές την πλέον προκλητική και περπατημένη, αν και καρακουκλάρα, (εσχάτως έμαθα πως σήμερα είναι ελαφρώς... πατσούρα από τις καταχρήσεις), της έριξε μια τόσο δυνατή μπάτσα που διέσχισε με κωλοτούμπες ένα ολόκληρο μαγαζί. Δε μάσαγε ο Λευτέρης, ήξερε από πουτάνες, στη ψυχή, και ήξερε πως να τους φερθεί.
Αφού αυτά δεν έπιασαν, τότε η Μαρία έβαλε τα μεγάλα μέσα. Τα πολύ μεγάλα που κανένας διαστραμένος νους δεν θα μπορούσε να σκεφτεί. Πόσο μια μάνα για το παιδί της. Από τότε το μέλλον του Λευτέρη υποθηκεύτηκε, τουλάχιστον έως τη στιγμή που γράφονται αυτέ οι σελίδες.
Με λίγα λόγια για να μην πλατιάσουμε με λεπτομέρειες συνέβησαν τα εξής χαριτωμένα. Ο Λευτέρης εκείνη την εποχή είχε καταφέρει να διεισδύσει σε έναν μεγάλο κρατικό Οργανισμό. Κατάφερε τάζοντας αλλά και χρησιμοποιώντας «ειδικούς» ανθρώπους, που έριξαν κυβερνήσεις τότε, (γειά σου Χριστάρα) να εξασφαλίσει απευθείας ανάθεση έργου από τον οργανισμό παρόλο που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν τα γνωστά σκάνδαλα. Υπήρχε όμως ένα τεχνικό πρόβλημα. Η μορφή της εταιρίας που είχε τότε ο Λευτέρης ήταν Ε.Ε. κάτι που για την συγκεκριμένη δουλειά, δεν κάλυπτε τα στάνταρ του Οργανισμού και για να ξεπεραστεί το πρόβλημα μία μόνη γρήγορη λύση υπήρχε. Η δημιουργία Κοινοπραξίας. Ο Λευτέρης για ακόμα μια φορά, κυνηγώντας μάλλονκάποιο του απωθημένο, πρότεινε στη Μαρία να φτιάξουν μαζί την Κοινοπραξία... Λες και δεν ήξερε... Λες και δεν είχε ξαναδεί το έργο... Η Μαρία ανέλαβε δράση. Μεγαλεία, δόξες και τιμές. Διέλυσε με τον χειρότερο τρόπο κάθε επαφή που είχε κάνει ο Λευτέρης, έβαλε στο «κόλπο» αλητήριους τύπους που έκανε παρέα, που έλυναν μάγια μαζί... και βρήκε ευκαιρία να πλησιάσει ανθρώπους που αλλιώς δεν θα είχε καμμία τύχη. Εκδότες και αρχισυντάκτες εφημερίδων μέχρι νέους φερέλπιδες δημοσιογράφους της εποχής, όπως ο Αιμίλιος Λιάτσος. Φυσικά τα πράγματα γρήγορα κατέρρευσαν, αφού ως συνήθως η Μαρία, ήταν τόσο απασχολημένη με τα λούσα και την επίδειξή της που ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τίποτα. Δεν έμαθε ποτέ της πως η σέσουλα δεν είναι το μόνο εργαλείο και μέσο. Όμως όπως αποδείχτηκε άλλο ήταν που την απασχολούσε.
Την ίδια περίπου εποχή ο σύζυγός της είχε αρρωστήσει σοβαρά από την καρδιά του. Έπρεπε να πάει να χειρουργηθεί στο εξωτερικό. Έτσι αφού η Μαρία «έπρεπε» να τον φροντίζει, μετέφερε το περιοδικό, το club και τη σχολή στον Λευτέρη. Μετέφερε έτσι και όλα τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια... Την ίδια εποχή πουλήθηκε και το σπίτι της Χίου... ο Λευτέρης πήρε κάποιο χαρτζιλίκι, αφού «υποτίθεται» τα χρήματα θα πήγαιναν για τα χειρουργεία και τα νοσήλεια του άντρα της. Ποιός άνθρωπος θα έλεγε όχι; Ο Λευτέρης δεν το είπε.
Αφού η συνεργασία με τον κρατικό οργανισμό χάλασε, και τα χρέη βάραιναν τον Λευτέρη πλέον, ο οποίος δεν είχε σαφή εικόνα ξέσπασε η καταστροφική μανία της Μαρίας. Άρχισε να ενημερώνει όλους τους συνεργάτες, πως ο γιός της τής πήρε με το «έτσι θέλω» τη δουλειά, την πέταξε έξω αυτήν και τον άρρωστο άντρα της και από δω και πέρα αυτή δεν έχει καμμία ευθύνη για ό,τι κι αν συμβεί. Οι άνθρωποι τρομοκρατήθηκαν με το δίκιο τους. Άρχισαν να ζητάνε τα χρεωστούμενα και σταμάτησαν τις πιστώσεις. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Πήρε τους δρόμους και κλαιγόταν παντού για τον «γιό της που την κατέστρεψε». Ο Λευτέρης όποια πόρτα κι αν χτύπησε την έβρισκε κλειστή με τον χειρότερο τρόπο. Για άλλη μια φορά στη ζωή του ξανάρχισαν οι κλητεύσεις, αλλά αυτή τη φορά ήταν πολύ χειρότερα. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κλητήρα, τον δικαστικό επιμελητή που σου φέρνει την κοινοποίηση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος βιασμός ψυχής με ό,τι και αν συγκριθεί. Κάποιοι από αυτούς κάνουν απλά τη δουλειά τους. Κάποιοι άλλοι όμως... Αρχίζουν τις απειλές, αρχίζουν ένα ψυχολογικό πόλεμο που δύσκολα αντέχεις... Και όσα χρήματα καταφέρουν να αποσπάσουν πάνε στην τσέπη τους και χωρίς απόδειξη... Πληρώνεις αυτούς για να σου προσφέρουν λίγο χρόνο... Οι πιστωτές φυσικά δεν έχουν γνώση, ούτε βλέπουν αυτά τα χρήματα. Είκοσι διαταγές πληρωμής σε μια μέρα θα πρέπει να είναι παγκόσμιο ρεκόρ... Όμως αυτό ήταν σχεδόν καθημερινό.
Ο Λευτέρης αντέδρασε. Έφερε στην Ελλάδα τα πρώτα αστρολογικά προγράμματα που εκτύπωναν και ερμηνεία. Γενέθλιο ωροσκόπιο και ετήσια πρόβλεψη. Δεν υπήρχε ούτε είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο, άρα είχε μια ελπίδα να βγει από κρίση. Χρεώνεται υπολογιστές, εκτυπωτές, συνεργάτες.... Δημοσιεύει σχεδόν σε όλα τα μεγαλά περιοδικά της εποχής ολοσέλιδες καταχωρήσεις, τεραστίου κόστους και ελπίζει για το καλύτερο, όταν η φυλακή στα ούτε είκοσι δύο του φαινόταν μονόδρομος.
Έγινε πανικός! Τα τηλέφωνα, ααχ αυτά τα τηλέφωνα πήραν φωτιά. Μέσα σε τρεις μέρες σχεδόν χίλιες παραγγελίες. «Δόξα σοι ο Θεός», είπε ο Λευτέρης, «επιτέλους φως θα βγω από αυτό το λούκι!». Πόσο λάθος έκανε... Τα τηλέφωνα ανήκαν στον σύζυγο της Μαρίας, υπάλληλος του ΟΤΕ αν θυμάστε, και απλά τα έκοψε... Εκείνη την εποχή τα πράγματα δεν ήταν όπως σήμερα, για να βάλεις τηλέφωνο ήθελες τρεις μήνες αν είχες και κάποιον να λαδώσεις. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Λευτέρης βρέθηκε σε απόγνωση. Έπαθε κρίση άγχους, η ανάσα του είχε χάσει την αυτόματη λειτουργία της. Πήγε στο νοσοκομείο, του έδωσαν χάπια αλλά δεν έκαναν τίποτα. Αυτό κράτησε αρκετές μέρες, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, πνιγόταν. Άρχισε να λιποθυμάει στα καλά καθούμενα. Περπάταγε και σωριαζόταν. Οι λίγοι φίλοι που είχε και η Γιάννα δεν τον άφηναν να οδηγήσει και τον συνόδευαν παντού.
Η απάντηση που πήρε ο Λευτέρης ήταν πως θα μετακόμιζαν και χρειαζόντουσαν τα τηλέφωνα. Θα μετακόμιζαν επειδή πουλάνε το σπίτι που μένουν, στον «δίπορτο» για να το κάνει φροντιστήριο, αλλά και την γκαρσονιέρα που του είχαν παραχωρήσει οπότε άμεσα θα έπρεπε να εγκαταλήψει το σπίτι και αν είχε πρόβλημα με αυτό μπορούσαν να του κοινοποιήσουν και εγγράφως. Έτσι μέσα σε πολύ λίγες ημέρες βρέθηκε στο δρόμο, βρίσκοντας αλλαγμένες κλειδαριές —η προσφιλής μέχρι και σήμερα ενασχόληση της Μαρίας— και όχι μόνο την απειλούμενη κοινοποίηση, αλλά στο Θεό σας, είχαν πάει σε συμβολαιογράφο και οι δύο και καθιστούσαν τον Λευτέρη υπεύθυνο για ότι τους συμβεί!
Στον δρόμο δεν βρέθηκε μόνος του, αλλά μαζί με τη Γιάννα. Έζησαν ευτυχώς για λίγο, σε ένα μικρό παρκάκι των Αμπελοκήπων στο τέρμα των λεωφορείων.
Τότε συνέβησαν πολλά αναπάντεχα και ευτυχώς καλά γεγονότα. Λες και υπήρχε ένας φύλακας άγγελος, λες και ενεργοποιήθηκε η θεια πρόνοια και όλα συνέβησαν με έναν μαγικό τρόπο.
Ο Λευτέρης τότε είχε αγοράσει έναν μικρό εξοπλισμό, ότι είχε ξεκινήσει το πέρασμα από την παραδοσιακή φωτοσύνθεση στο d.t.p. Είχε διασώσει από τις κατασχέσεις, έναν 486 στα 33 με 8 mb ram και 250 mb δίσκο, έναν εκτυπωτή hp και ένα μικρό σκάνερ. Εκεί μαζί του στο πάρκο!
Με αυτόν τον μικρό εξοπλισμό πριν βρεθεί στο δρόμο είχε φτιάξει μερικά βιβλία της «ΖΩΗΣ». Στην απελπισία του θέλωντας να προστατέψει το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε πήγε να τους βρει, είχαν μεγάλο χώρο στο τυπογραφείο τους, να τους παρακαλέσει να αφήσει εκεί για κάποιο διάστημα τα μηχανήματά του. Όταν τους περιέγραψε την κατάσταση, οι άνθρωποι δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Ο Θεός να τους έχει όλους καλά, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία του Λευτέρη. Αντί να του παραχωρήσουν χώρο, του έδωσαν μετρητά ενάμισι εκτομμύριο δραχμές και του ενέθεσαν εκτός από τα δικά τους βιβλία, τα βιβλία της «Ευσέβιας», της Ιεράς μονής Τατάρνης, του Καντιώτη και ένα σωρό άλλα, που όχι μόνο υπερκάλυπταν το ποσό, αλλά έμοιαζε μικρό κλάσμα μπροστά στα ανεμενόμενα. Για άλλη μια φορά, ο Θεός να τους έχει καλά και αυτούς και όλους τους απογόνους τους, όλων των γενεών!
Έτσι σύντομα βρέθηκε ένα μεγάλο σπίτι που κάλυπτε και τις οικιακές αλλά και τις επαγγελματικές ανάγκες οι οποίες αύξαναν καθημερινά. Ο Λευτέρης συνέχισε να δέχεται θεόσταλτες βοήθειες. Για παράδειγμα ο Γιάννης ο Σχοινάς στα καλά καθούμενα την πρώτη μόλις φορά που συναντήθηκαν του έδωσε σε αξιόγραφα δυόμισι εκατομμύρια. Από το πουθενά και χωρίς λόγο. Ο Λευτέρης δεν πίστευε στα μάτια του από αυτή την πρωτόγνωρη τύχη. Υπήρχαν όμως και άλλα πράγματα που πήγαιναν καλά. Για παράδειγμα όταν μεγαλοτυπογράφος τον είχε πάει στα δικαστήρια για να πληρώσει τα χρεωστούμενα της Μαρίας, όταν η Πρόεδρος τον ρώτησε αν αναγνωρίζει το υπόλοιπο ο Λευτέρης είπε με θράσος: «Οχι κυρία Πρόεδρε. Δε το αναγνωρίζω, γιατί τότε θα διέπρατα μια μεγάλη ατιμία. Εκτός από αυτά που αναγράφονται στην αγωγή, υπάρχουν και κάποια ακόμα που δεν έχουν τιμολογηθεί και υπάρχουν και δύο ακόμα τιμολόγια τα οποία τα αναγνωρίζω πριν χρειαστεί να κινηθεί κάποια άλλη διαδικασία. Το σωστό ποσό είναι σημαντικά μεγαλύτερο και μόνο αυτό αναγνωρίζω!» «Παιδί μου, είπε η Πρόεδρος, είμαι τόσα χρόνια δικαστής, αυτό δεν μου έχει ξανατύχει. Είσαι τρελλός ή αφελής;» «Ποιό από τα δύο βρίσκετε εσείς κακό κυρία Πρόεδρε, γιατί εγώ δεν βρίσκω κανένα», απάντησε το θρασίμι. Η αγωγή αποσύρθηκε.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια πραγματικά δημιουργική περίοδος για τον Λευτέρη. Έμαθε πολλά πράγματα, δημιούργησε μια μεγάλη επιχείρηση και η ανάπτυξή του φαινόταν ασταμάτητη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου