Η ιστορία μας ξεκινάει σε μια συνοικία των Αθηνών, τους Αμπελόκηπους, βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του ’65 και τότε η Μαρία παίρνει μια μεγάλη απόφαση. «Θα φύγω στα καράβια», σκέφτηκε «εκεί θα ξεκόψω από όλα αυτά που είχα και έχασα, εκεί ίσως γνωρίσω και κάποιον που θα μου προσφέρει, όλα όσα μου αξίζουν».
Η Μαρία ήταν η πρώτη κόρη της οικογένειας, όμως μετά από αυτήν η μητέρα της έχασε τρία μωρά, μέχρι να μπορέσει να αποκτήσει κάποιον αδελφό, απέκτησε όμως άλλα τρία αδέλφια, που της άλλαξαν τη ζωή. Το περιβάλλον της οικογένειας ήταν λίγο περίεργο, αφού ο Φραγκούλης ο πατέρας της ήταν ένας Μανιάταρος με όλα τα καλά και τα κακά που μπορεί να έχει αυτή η ιδιότητα. Μεγαλομπακάλης και αρτοποιός, προμήθευε με ψωμί τη χωροφυλακή, στη Μεσογείων, και έτσι είχε κάποιες αβάντες που εκείνη την εποχή τον έκαναν προύχοντα. Αυτό του εξασφάλιζε μια ασυλία και έτσι πολλοί συμπολίτες του, τού εμπιστεύτηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία, όπως χρυσαφικά κοσμήματα, και διάφορα τιμαλφή. Όταν τελείωσαν οι δύσκολες αυτές εποχές, ο Φραγκούλης, αν και μπακάλης, δεν μπορούσε να κρατάει τεφτέρι, για ευνοήτους λόγους, αποφάσισε έναν περίεργο τρόπο να μοιράσει πίσω τα αντικείμενα που φύλαγε από τους χωροφυλάκους αλλά και τους συμμορίτες. Έφτιαξε και μοίρασε φρατζόλες ψωμί και μέσα τους έβαλε τα πράγματα που έπρεπε να επιστρέψει, ελπίζοντας να μην αδικήσει κάποιους, αφού τα μοίρασε όλα ώστε να έχουν πάνω κάτω την ίδια αξία. Είναι αξιοσημείωτο πως όταν μετά από χρόνια πέθανε ο Φραγκούλης, ο κόσμος που πήγε στην κηδεία του, στον Άγιο Δημήτριο της Πανόρμου, μπορούσε να συγκριθεί με τον κόσμο που μαζευόταν κάποτε, όχι τώρα που πάνε ελάχιστοι, το Πάσχα.
Βέβαια ο Φραγκούλης δεν ήταν άγιος άνθρωπος. Μετά από την παραπάνω κατάσταση που περιέγραψα, βρέθηκε με τεράστια περιουσία, ήταν μπήχτης ολκής, ακόμα και σήμερα κάποιοι παλιοί αναφέρουν τα κατορθώματά του, αλλά ειδικά στα παιδιά του ήταν, επιεικώς απάνθρωπος, τερατώδης. Μερικά από τα κατορθώματά του ήταν για παράδειγμα να κλείσει τον γιο του τον Βάγγο, σε ένα βαρέλι από κρασί «μέχρι να γίνει άνθρωπος»^ μετά από κάποιες μέρες και ύστερα από τις φωνές απόγνωσης του Βάγγου, οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία, και έτσι σώθηκε ο Βάγγος, αν και έγινε περίγελος στο σχολείο που πήγαινε για η κρασίλα τον ακολουθούσε μέρες. Όμως έκαναν λάθος όσοι νόμιζαν πως αυτό ήταν, αφού του Φραγκούλη του είχε μείνει απωθυμένο, έτσι κλείδωσε τον Βάγγο στο υπόγειο, τον έδεσε και από την οργή του έβγαζε σανίδα-σανίδα από το βαρέλι και το έσπαγε με μανία πάνω του. Ο Βάγγος φυσικά πήγε νοσοκομείο και πέρασαν μήνες μέχρι να γίνει καλά.... Φυσικά δεν ήταν η τελευταία φορά. Και η Μαρία είχε την ίδια τύχη, πολλές φορές. Η αδελφή της η Μέλπω, καταδόθηκε από τον Φραγκούλη στην αστυνομία να την μαζέψουν ως πόρνη, γουλί και αναμορφωτήριο δηλαδή, επειδή τόλμησε να κάνει το αυτονόητο, να της αρέσουν τα αγοράκια. Αν πήγε τελικά σε κάποιο ίδρυμα δεν ξέρω, ντράπηκα να ρωτήσω, όμως μιλάμε για ένα κοριτσάκι δεκαέξι-δεκαεπτά ετών, αν και ζουμπουρλούδικο όμως έχω ακούσει.
Το αγαπημένο αξεσουάρ του Φραγκούλη ήταν το ζωνάρι, «η λωρίδα», όπως έλεγε και μαντεύετε όλοι σας για πιο λόγο. Το θεωρούσε το καλύτερο εργαλείο διαπαιδαγώγησης και φυσικά ήταν τεράστιος παιδαγωγός.
Η περιουσία του Φραγκούλη, εξανεμίστηκε γρήγορα. Πολλοί οι λόγοι. Πρώτα απ’ όλα, είπαμε μανιάτης, υπήρχαν γι αυτόν κάποια ανυπέρβλητα ζητήματα τιμής. Έτσι όταν κάποια στιγμή ο αδελφός του έκανε κάποια κουτσικέλα και θεώρησε πως τον εξέθεσε, πήγε στο Ληξιαρχείο και άλλαξε το επώνυμό του. Έτσι από ινάτι και μόνο, χάρισε τις στάνες και τα πρόβατα που είχε τότε στο Σταυρό, σε έναν τσοπάνο^ ένα μαγαζί που είχε στην Πανόρμου σε έναν έμπορο επίπλων, πέθανε έμαθα, τον Κουνελιάρη, ενώ στην πορεία, μεγαλώνοντας πλεον ο Φραγκούλης, και έχοντας περάσει εγκεφαλικά και αρτηριοσκήρυνση, άρχισαν να του τα τρώνε οι εξυπνάκηδες. Εκεί που είναι σήμερα ο Σκλαβενίτης στην Πανόρμου, ήταν κάποτε ένα τεράστιο καφενείο —σαν αυτά που συναντάμε στα χωριά, με τα τσίγκινα τραπέζια, με πέργκολες και κληματαριές, ακόμα και πλάτανο είχε, αχ πόσο όμορφα ήταν τότε—, τελικά του το έφαγε ένας γιαουρτάς. Τα παιδιά του φυσικά δεν δίναν έναν παρά, όλοι τους και τα τρια κορίτσια και ο Βάγγος, το μόνο που ήθελαν ήταν κάποια στιγμή να φύγουν από κει μέσα, με κάθε τρόπο, ακόμα και όταν ο Φργκούλης ήταν ανήμπορος λόγω των προβλημάτων υγείας.
Ο Φραγκούλης, ως μεγαλομπακάλης και προύχοντας, είχε έναν στρατό, από παραπαίδια και παραγιούς. Όταν ο Φραγκούλης τους κοίταγε με τα σκοτεινά και βαρουλωτά του μάτια, έτρεμαν από τον φόβο τους και τσακίζονταν να κάνουν το θέλημα του. Δυστυχώς αυτή η νοοτροπία πέρασε και στα παιδιά του παρά τις κακουχίες που ζούσαν μαζί του, τους επέτρεπε να ξεσπάνε και αυτοί επάνω τους ως γιατρικό, ως ξέπλυμα της ενοχής του. Η Μαρία φυσικά ως μεγαλύτερη είχε τον πρώτο ρόλο σε αυτό το σαδιστικό κρεσέντο και έμαθε από πολύ μικρή, πως μπορείς να κάνεις τους άλλους ό,τι θες... επειδή απλά είσαι η κόρη του μπακάλη.
Η Μαρία όταν γεννήθηκαν τα αδέλφια της και άρχισε να μοιράζεται και σε άλλους η προσοχή που είχε από τους γονείς της, τα είδε αμέσως σαν εχθρούς. Το μίσος ακόμα και σήμερα, 60 και πλέον χρόνια μετά, δεν έχει σβήσει. Έτσι με μια αφόρητη ζήλια, τους έσπαγε τα παιχνίδια, τα χτύπαγε, τα ρουφιάνευε στον πατέρα της.... Μεγαλώντας δύο στρατόπεδα είχαν δημιουργηθεί. Ένα της Μαρίας, που επέλεξε να «κολλήσει» στον Φραγκούλη, τον πατέρα της, και των δύο άλλων κοριτσιών που είχαν προσκοληθεί στην μάνα τους την Βασιλική. Ο Βάγγος έπαιζε και στα δύο ταμπλό, πράγμα που κάνει μέχρι και σήμερα. Έμαθε να κινείται στο παρασκήνιο, και να εκμεταλλεύεται καταστάσεις προς όφελός του.
Η Μαρία απ’ την άλλη, είχε αποφασίσει. «Πρέπει να επιλέγω να είμαι πλάι στους ισχυρούς, πρέπει να ρουφιανεύω, να εξοντώνω τους αντιπάλους, δεν πρέπει να υπάρχει κανείς σε οποιοδήποτε επίπεδο, ισάξιά μου, πλάι μου. Δούλεψε με τον πατέρα μου, έτσι είναι η ζωή, αυτό πρέπει να κάνω». Πόσο λάθος έκανε, όχι μόνο για την υπόλοιπη ζωή της αλλά και σε εκείνες τις στιγμές. Προσπαθώντας να γίνει αρεστή στον πατέρα της, όταν κάποιες φορές, πήγαινε να βοηθήσει στο μαγαζί, έκλεβε στο ζύγι! Το πρόβλημα είναι πως οι πελάτες διαμαρτυρήθηκαν και έφαγε πάλι του χεριού της, γιατί απλά δεν το έκανε καλά και την έπιασαν. Η κακομοίρα η Μαρία, δεν το είχε, είχε μάθει μόνο στη σέσουλα και στην αγριάδα, δεν προχώρησε, δεν ανέπτυξε κάποια ικανότητα, δεν μπόρεσε ποτέ της να δει τον κόσμο πιο πλατιά, δεν κούνησε καν το κεφάλι για να ξεφύγει από τις παρωπίδες που της έχει τοποθετήσει με το στανιό η οικογένειά της. Δεν κατάλαβε ποτέ πως οι άνθρωποι δεν είναι αντικείμενα προς χρήση, ο άνθρωπος πρώτα απ’ όλα τρέφεται με αγάπη, αλλά ούτε αυτή, ούτε τα αδέλφια της την βίωσαν ποτέ και είναι ανίκανοι να την προσφέρουν. Όλοι έκαναν οικογένειες....
Η Βασιλική, η μητέρα της Μαρίας, πρόκειται για άλλη ιδιαίτερη περίπτωση, μια περίπτωση που σε γενικές γραμμές έδωσε τη λύση που αναζητούσε η Μαρία για το τι θα πρέπει να κάνει στη ζωή της, θα καταλάβετε παρακάτω.
Η Βασιλική λοιπόν, όσο ζούσε ο Φραγκούλης, παρόλο το ξύλο που έτρωγε, δεν έπαυε να είναι μια κλασσική μαντάμ Σουσού. Γινόταν κάποια εκδήλωση στο ιδιωτικό που πήγαιναν τα παιδιά; Τα φτερά του καπέλου ανέμιζαν ψηλότερα από κάθε μιανής άλλης. Φυσικά δεν μπορούσε να ασχολείται με τα «λαϊκά» και ουδεμία σχέση ήθελε να έχει με την πλέμπα. Έτσι δεν καταδεχόταν καν να δώσει εντολές απευθείας στα παραπαίδια, και έστελνε τις δυο της κόρες ή τον «δίπορτο» τον Βάγγο να μεταφέρουν τις εντολές της. Τα κορίτσια φυσικά, αν μαντέψατε ήδη, στην κατοπινή ζωή τους, αναζήτησαν και βρήκαν τον κατάλληλο άνθρωπο, που θα τους εξασφάλιζε αυτό που είχαν μάθει. Υπηρετικό προσωπικό... Και τα κατάφεραν, αλλά ας επιστρέψουμε στην Βασιλική.
Όταν ο Φραγκούλης είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα και η περιουσία άρχισε να χάνεται, η Βασιλική πέθανε! Δηλαδή δεν είναι και σίγουρο, οι απόψεις πολλές, πάντως βρέθηκε στο νεκροτομείο, ζωντανεύοντας ξαφνικά κόβωντας τη χολή στις νοσοκόμες. Έκτοτε η Βασιλική ισχυρίζεται πως είδε τον Θεό, της μίλησε και της ανέθεσε μια μεγάλη Αποστολή. Να μιλήσει ως εκπρόσωπός Του και να διδάξει τον Λόγο Του. Πράγμα που έκανε με τον θάνατο του άντρα της. Η Βασιλική άρχισε να αγοράζει τετράδια και με μαρκαδόρους και μολύβια σχεδίαζε ανθρώπινες φιγούρες, σκαριφήματα, όχι κάτι ιδιαίτερο, όπου γύρω τους, ζωγράφιζε ένα φωτεινό περίβλημα. Ανάλογα τον άνθρωπο και άλλο χρώμα. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον πως δεν είχε ακούσει ποτέ για κίρλιαν, αύρες, ενεργειακά σώματα και λοιπά. Μια Σουσού ήταν, που την είχε φέρει από το χωριό ο Φραγκούλης. Είναι σίγουρο πως κάτι έβλεπε, και το απέδωσε στο Θεό, όμως η συμπεριφορά της απέδειξε πως άμα τόχει η κούτρα σου ούτε ο Θεός ούτε ο διάλος σε κάνουν καλά.
Άρχισε λοιπόν η Βασιλική να καλεί κόσμο στο σπίτι της, συνήθως Κυριακές μετά την εκκλησία, κάποιες άλλες μέρες έκανε αγρυπνίες, με τις νηστείες της με τα όλα της. Κάποια στιγμή μάλιστα, μετά από κάποια χρόνια, έφτασε στο σημείο να πάει στα Ιεροσόλυμα και να χειροτονηθεί μοναχή, το νέο της όνομα ήταν πλέον Βερονίκη.
Σιγά-σιγά η φήμη της εξαπλώθηκε, στο σπίτι της γινόταν το αδιαχώρητο, κόσμος ερχόταν να τον θεραπεύσει, οι δωρεές έδιναν και έπαιρναν και η παρουσία του Αρχιμανδρίτη, τότε, του Αγίου Δημητρίου, διασφάλιζαν πως οι δωρεές ήταν για καλό σκοπό. Πολλές δωρεές, πολύ χρήμα, αλλά και σε είδος, ντενεκέδες λάδια, μακαρόνια, όσπρια, τιμαλφή ό,τι μπορούσε να προσφέρει ο καθένας. Υπήρχε ένα κελάρι που είχε γεμίζει ασφυκτικά με κάθε είδους τρόφιμο. Βλέπετε η Βασιλική είχε ζήσει Κατοχή και αυτό είχε αφήσει σε όλους της γενιάς της το σύνδρομο της πείνας. Αλλά αντίστοιχα μεγάλο ήταν και το κομπόδεμα. Η Βασιλική είχε ανακαλύψει έναν πρωτότυπο τρόπο να το κρύβει, αφού δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στις τράπεζες, αφού όπως είχε βιώσει στην Κατοχή, το χρήμα εκεί δεν διασφαλίζεται. Έτσι οι λίρες που μάζευε από τις δωρεές ράβονταν εσωτερικά στις φόδρες από τα παλτά της, και είχε βάλει τόση ναφθαλίνη στην ντουλάπα της που αν κάποιος την άνοιγε θα έπεφτε ξερός σαν τον σκόρο. Τα είχε σκεφτεί καλά η Βασιλική, όπως είχε σκεφτεί και τι θα κάνει τα χιλιάρικα. Κάθε δεσμίδα που συγκέντρωνε την τύλιγε μέσα σε καλσόν και την έκρυβε κάτω από τα έπιπλα που άφηναν κάποιο χώρο. Π.χ. σε σερβάν, σε μπουφέδες, τις παλιές ντουλάπες με τα ξύλινα πόδια και άλλα τέτοια εντικείμενα. Μπροστά έβαζε άλλα, άδεια τυλιγμένα καλσόν μέχρι να καλύψει όλο το κενό του επίπλου και στην εύλογη απορία απαντούσε, «μα το κάνω για να μην λερώνονται από κάτω, γριά γυναίκα είμαι δεν μπορώ να σκύψω να καθαρίσω», ενώ πολλές φορές έλεγε «εκεί κρύβονται τα ποντίκια, έτσι δεν έχουν χώρο να κρυφτούν και φεύγουν». Γάτα η Βασιλική. Αν ήξεραν οι εκατοντάδες πιστοί που μαζεύονταν στο σπίτι της το πού κάθονται θα είχε γίνει εκεί κόλαση. Μιας και είπα γάτα, το αγαπημένο χόμπι του Φραγκούλη ήταν να βάζει μεζέδες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, να αφήνει ανοιχτή την πόρτα της —έβγαζε σε οικόπεδο— και να παραμονεύει κάποια δύσμοιρη γάτα, όπου κλείνοντας απότομα την πόρτα να της κόβει την ουρά. Είχε μεγάλη συλλογή από ουρές, αλλά το σημάδι δεν ήταν πάντα καλό και πολλές φορές της έλιωνε το κεφάλι ή την έκοβε στη μέση... Ευτυχώς αυτά τα τρόπαια δεν τα κράταγε, αλλά τα κακόμοιρα τα ζωά ψυχοραγούσαν στο διπλανό οικόπεδο. Άλλο ένα επεισόδιο του κρεματόριου των Αμπελοκήπων, κάτι που επέδρασε καταλυτικά στον ψυχισμό του πρωταγωνιστή μας και από τότε έχει ένα ιδιαίτερο δέσιμο με αυτά τα πλασματάκια..
Η Βασιλική λοιπόν με την «αγιοσύνη» της συγκέντρωσε μια πολύ μεγάλη περιουσία, αλλά ήταν δίκαιη γιατί την μάζεψε για τις δυο της κόρες που είχαν ταχθεί με το μέρος της, και φυσικά λίγο πριν τον θάνατό της, εκεί κατέληξαν αφού τους τα έδωσε με την ευχή της. Για τις λίρες οι απόψεις διήστανται αφού οι φόδρες απλά βρέθηκαν ξηλωμένες και κανείς δεν μίλησε ποτέ, αφού όμως φρόντισαν να τσακίσουν στο ξύλο ως υπαίτιο τον πρωταγωνιστή μας τον Λευτέρη, μικρό παιδί τότε, που για πρώτη φορά έφτυσε αίμα, κάτι όμως που του ξανασυνέβη λίγα χρόνια αργότερα.
Η επιτυχία που είχε η Βασιλική, δηλαδή από το τίποτα να αποκτήσει αυλή, αυλοκόλακες και φυσικά μεγάλη περιουσία και θαυμασμό, από το τίποτα απλά επειδή εκτελούσε «mission of God», όπως έλεγε και ο Jake στους Blues Brothers, έδωσε την ιδέα στη Μαρία για τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει στη ζωή της και ποιές διορθωτικές κινήσεις πρέπει να κάνει .
Πριν όμως της έρθει η παραπάνω έμπνευση, είχε ακολουθήσει μια άλλη διαδρομή.
Τα παραπαίδια δεν υπήρχαν πια, τα λούσα και οι πολυτέλειες που προσέφερε ο Φραγκούλης είχαν πια τελειώσει. Τα ηνία και τα σκήπτρα στο σπίτι τα είχαν αναλάβει η Βασιλική, και οι δύο της κόρες και πλέον είχε φτάσει η ώρα της εκδίκησης, για τις ρουφιανιές και το ξύλο που έτρωγαν από την μεγάλη αδελφή, την πρωτότοκη. Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη, για τη Μαρία και βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο να γίνει η σταχτοπούτα του παραμυθιού. Έτσι, εκμεταλλευόμενη τα λίγα χρήματα που είχαν απομείνει στον Φραγκούλη, λέγοντάς του πως σπουδάζει μοδιστρική, κάτι που φυσικά ήταν αδύνατον, αυτό ήταν κάτι που έκαναν οι «λαϊκές» της γειτονιάς, εκείνη πήγε κρυφά σε σχολή ασυρματιστών^ περιέργως αποφοίτησε, κανείς άλλωστε δεν περίμενε πως θα μπαρκάρει, και αυτός είναι και ο κύριος λόγος που πέρασε τις εξετάσεις αφού αντιμετωπίστηκε «κάπως» και είχαν όλοι την ίδια βεβαιότητα, δηλαδή ποιός θα δεχόταν γυναίκα στο καράβι, άλλωστε κάτι τέτοιο φέρνει γρουσουζιά. Κάπως έτσι η Μαρία έγινε η πρώτη γυναίκα Μαρκόνησα στην Ελλάδα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου