Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Τέταρτο κεφάλαιο

Η αγέλη
Ο Λευτέρης έκανε μια σημαντική στροφή στον τρόπο που αντιμετώπιζε μέχρι εκείνη τα στιγμή τα πράγματα. Σε αυτό δεν φταίει πως πια πήγαινε στο γυμνάσιο, όσο στο ότι όποιον είχε γνωρίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και έφερε κάποιον, τίτλο, αξίωμα ή προσδιοριστικό, προσπαθούσε να κατευθύνει τη ζωή του κατά πως τον εξυπηρετούσε και ποτέ κανείς δεν νοιάστηκε για τις δικές του ανάγκες... δεν ρώτησε καν. Πάντα ήταν μόνος του, είχε αποδείξει πως μπορεί να τα καταφέρει έτσι, όπου διαγωνίστηκε ήταν πρώτος στα αθλήματα, ή στα τεστ iq που έκανε για να μπει στα Ανάβρυτα για παράδειγμα, είχε αποδείξει στον εαυτό του πως μπορεί, πως είναι ικανός, είναι ικανότερος από όλους τους άλλους, περίμενε όμως κάποια αναγνώριση, αλλά αυτή δεν ήρθε ποτέ, από κανέναν. Αυτός ίσως είναι ο κύριος λόγος που δεν νοιάστηκε για τις σακκούλες με τα μετάλλια, τους επαίνους και κάθε λογής τρόπαιο που είχε συλλέξει^ τα περισσότερα τα χάρισε σε παιδιά που τα ζήλευαν, ενώ τα χάρτινα χάθηκαν, πάλιωσαν, τα περισσότερα τα πέταξε. Η Μαρία διασώζει ακόμα μερικές δεκάδες από αυτά που απέμειναν... Δεν τον ένοιαζε να τα δείξε, δεν ήθελε να προβληθεί, δεν ήθελε να κάνει επίδειξη. Αυτό που ήθελε να ξέρει είναι ότι μπορεί. Μπορεί να ανταπεξέλθει και φυσικά πάντα αναζητούσε την απάντηση στο ερώτημα που είχε από την κούνια σχεδόν ακόμα: «αφού δεν είμαι απλά καλός, είμαι ο καλύτερος, γιατί μου φέρονται έτσι;» Όποιον γνώρισε στη ζωή του είχε έναν τίτλο, μια φορεμένη ταυτότητα: Μάνα, Πατέρας, Θείοι, Γιαγιά, Παππούς, Δάσκαλος ή δάσκαλοι, Προπονητής... Κανείς δεν του στάθηκε, κανείς δεν τον βοήθησε, μόνο κακό του έκαναν όλοι αυτοί^ έτσι σκέφτηκε να αλλάξει τροπάριο. «Δεν έχω τίποτα πλέον να αποδείξω στον εαυτό μου, ξέρω πως μπορώ, άρα μήπως κάπου κάνω κάτι άλλο λάθος;» Έτσι άρχισε να ψάχνεται σχεδόν παντού, αλλά μικρό και άπειρο παιδί δεν ήταν δύσκολο να πατήσει σχεδόν κάθε φλούδα που συναντούσε, ίσως το επιδίωκε να φτάνει τα πράγματα στα άκρα... Όμως σχεδόν όπου κι αν στράφηκε, ένας τίτλος, ένα αξίωμα πάντα βρισκόταν μπροστά του.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα σαν αυτό του προπονητή του Πανελληνίου είναι ίσως άξια να μνημονευτούν αφού τον οδήγησαν σε σημαντικές αποφάσεις. Η χρονιά που πήγε γυμνάσιο ήταν ίσως η πιο κρίσιμη στη ζωή του. Όμως ένα χρόνο πριν στο 18ο δημοτικό που πήγαινε, για άλλη μια φορά, είδε τις ταξικές διαφορές να τον αδικούν. Είχε ο Λευτέρης ένα συμμαθητή τον Βασίλη Π. Αυτός είχε έναν ευκατάστατο πατέρα που ο ο δάσκαλος ο Λαδικός λεγόταν αν θυμάμαι καλά, τον έγλυφε σαν σαλιγκάρι. Ο Λευτέρης και ο Βασίλης είχαν βρει ένα περίεργο παιχνίδι και έριχναν μπουνιές συνεχόμενες ο ένας στο άλλο στη κοιλιά μέχρι κάποιος να μην αντέχει! Συνήθως υποχωρούσε αυτός που γαργαλιώταν περισσότερο, μην νομίζετε πως ήταν κάτι άγριο, μέχρι την ημέρα που τους είδε ο δάσκαλος. Θέλοντας να πιάσουν τόπο τα σάλια του, έβαλε τον Λευτέρη τιμωρία, του τράβηξε έναν δεκάρικο, πως δεν είναι συμπεριφορά αυτή και την επόμενη φορά θα αποβληθεί! Μάταια ο Βασίλης προσπαθούσε να του πει πως έπαιζαν, αυτός συνέχισε απτόητος μέχρι του σημείου που όταν ήρθε ο πατέρας του Βασίλη κάποια στιγμή στο σχολείο του πούλησε ο σάλιαγκας μια υπέροχη εκδούλευση, πως τάχα έσωσε το παιδί του από του Χάρου τα δόντια. Κάτι θα έκανε και ο πατέρας, γιατί έκτοτε ο Λαδικός, επί έξι ώρες, επτά μέρες τη βδομάδα, σε κάθε μάθημα δεν σταμάταγε να σηκώνει το Λευτέρη να πει το μάθημα. Ο Λευτέρης δεν του έκανε τη χάρη να είναι ποτέ αδιάβαστος, και ο Λαδικός αν ζει, σίγουρα δεν το έχει ξεπεράσει! Πηγαίνοντας λοιπόν γυμνάσιο ο Λευτέρης, και αφού είχε τελειώσει με το στίβο, γράφτηκε στον Παναθηναϊκό στο μπάσκετ. Εκεί έγραψε ιστορία(!) όταν βρέθηκε μια μέρα, στο κενό των προπονήσεων μεταξύ των όμαδων να παίζει ρολόι με τους Κοκολάκη και τον Κορωναίο, όπου μαζί με τον «Φούφη» τον συμμαθητή του, τους έκαναν να παραμιλάνε, αφού τους είχαν ρίξει τρεις γύρους! Εκεί ο Λευτέρης γνώρισε και την Ιβέτ, ότι είχε έρθει τότε στην Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα έγιναν φίλοι και έκαναν επιδρομές στον Μπίτσουλα.
Όταν λοιπόν ο Λευτέρης ήταν στα μίνι του Παναθηναϊκού, και όταν λέμε μίνι εννοούμε την κοντή μπασκέτα, ήταν κάπου 80 πόντους κοντύτερη αν θυμάμαι καλά από την κανονική, ο Λευτέρης κάρφωνε στην κανονική! Τα πόδια του ήταν αφύσικα δυνατά, προσφέροντάς του απίστευτη αλτικότητα, ο Λυκαβηττός να είναι καλά, ενώ η ευστοχία του από τη θέση του Ελ, όπως λεγόταν τότε ήταν παροιμιώδης. Ποτέ δεν έπαιξε σε αγώνα... Πάντα η πεντάδα ήταν αγορασμένη από τους πλούσιους γονείς...
Με αυτά τα βιώματα δεν ήταν δύσκολο να τον προσελκύσουν οι πρώτοι του «φίλοι». Κάτι κνιτάκια που άρχισαν να του λένε για νομενκλατούρες και ισότητες και διάφορα άλλα ενδιαφέροντα μεν αλλά ουτοπικά από το πρώτο κιόλας άκουσμα. Κάποια στιγμή τον κατάφεραν τον Λευτέρη να τους ακολουθήσει σε μια ΚΝΕ για να ακούσει, όπως του είπαν κάποια ενδιαφέροντα πράγματα. Και άκουσε.... Πρώτα απ’ όλα, αφού είχαν συγκεντωθεί τα προβατάκια, εμφανίστηκε μια original κνήτισα που είχε και τίτλο: «Εισηγήτρια», «ωχ», σκέφτηκε ο Μιχάλης, με τίτλους και ιδιότητες ξεκινάμε. Η συνέχεια δεν διέφερε: «Σύντροφοι», ξεκίνησε να λέει, «πολλοί από εσάς χρωστάτε τη συνδρομή σας, (15 δραχμές τότε) την επόμενη φορά να φέρετε τα χρεωστούμενα, αλλιώς θα σας απαγορευτεί η είσοδος». Κάπως έτσι ξεκίνησε η κατήχηση, και μέσα από δυσνόητες λέξεις και υψηλά νοήματα, πέρασε μια ατελείωτη ώρα, μιλώντας για φούμαρα, αλλά! αχ... αυτό το «αλλά» είναι η ουσία η οποία είναι πάντα αντίτιμο. Όπως δυσνόητα ήταν τα νοήματα της «αγίας» Βασιλικής, όπως δυσνόητα ήταν τα νοήματα των αρμονικών του Κρόνου, έτσι δυσνόητα ήταν και αυτά τα νοήματα... Τελικά ο κόσμος πρέπει να έχει έμφυτη την τάση να πληρώνει για αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει. Μόνο τότε του δίνει αξία. Ο Λευτέρης κάτι είχε αρχίσει να ψιλιάζεται και αν και δεν ξαναπάτησε στην ΚΝΕ, πέρασε όμως από όλα τα μαγαζιά της εποχής, κόμματα αν προτιμάτε, από τα μεγάλα μέχρι τα λίγο πριν την ανυπαρξία, όλοι μα όλοι ξεκίναγαν: «Σύντροφοι τακτοποιηθείτε οικονομικώς!» Γρήγορα διαπίστωσε πως πρόκειται για, ουσιαστικά, το ίδιο μαντρί, για άρμεγμα, αλλά αλλά με διαφορετικό προσωπείο και πολύ νωρίς διαπίστωσε πως δεν έχει νόημα να στηρίζει αυτό το καθεστώς. Στο βαθμό που μπορούσε αντιστάθηκε και όταν ήρθε η ώρα της ενηλικίωσης, ουδέποτε καταδέχτηκε να εκδόσει εκλογικό βιβλιάριο, και όπως αρέσκεται σήμερα να λέει: «αρνούμαι να να γίνω συνένοχος στο έγκλημα», και παραπέμπει όσους τον ρωτούν στον Αριστοτέλη και την γνώμη του για τη Δημοκρατία. Τα κνιτάκια λοιπόν για να κλείσουμε αυτό το θέμα, παρέμειναν για λίγα χρόνια φίλοι του Λευτέρη και έτσι κάποιες στιγμές που έκαναν κοπάνα από το σχολείο και πήγαιναν στο δικό του σπίτι αφού έλειπε η Μαρία, βρήκαν την συλλογή γραμματοσήμων, του συγχωρεμένου πατέρα του, όπου μεταξύ αυτών υπήρχαν 2 Ερμήδες (μεγάλοι) και έξι Ερμήδες μικροί... Χρόνια πολλά μετά, όταν ο Λευτέρης συνάντησε έναν απ’ αυτούς, γιατί έχει ο διάολος πολλά ποδάρια, το βλέμμα του είπε πάρα πολλά, αν και κλέφτης αυτός ο άνθρωπος είχε ντροπή και έτσι ο Λευτέρης δεν του μίλησε... Ζήλεψε όμως την αστραφτερή Χάρλεϊ του παλιού του «φίλου».
Ο Λευτέρης λοιπόν στην πρώτη γυμνασίου, είχε μια ελευθερία πλέον που κανένα παιδί δεν μπορούσε να φανταστεί, δεν άρχισε απλά να κάνει κοπάνες από το σχολείο, αλλά άρχισε να αυξάνει σημαντικά και την ακτίνα δράσης του. Πάντα είχε μια έμφυτη τάση στη μουσική και τώρα ακολουθούσε πιο «επαναστατικές» οδούς. Έτσι η ροκ κουλτούρα τον επηρέασε σημαντικά. Σωλήνας παντελόνι που το βράδυ έπρεπε να το ξηλώσει για να το βγάλει και το πρωί το ξανάραβε φορεμένο. Ένα απόγευμα σε ένα δισκοπωλείο στο Μοναστηράκι, που εμπορευόταν μεταχειρισμένους δίσκους, άρα και πολύ φθηνότερους, Jazz-Rock, λεγόταν, ίσως, γνώρισε ένα παιδί που δούλευε ως d.j, πριν ανοίξει το κανονικό πρόγραμμα, στη Skylab. H Skylab ήταν ένα μαγαζί όπου εμφανίζονταν ροκ μπάντες και εκείνη την εποχή, εμφανίζονταν οι Σπυριδούλα όπου μόλις είχαν αλλάξει το όνομά τους σε S.O.S. band (από το Sultans of Swing). Πήρε μόνο λίγες μέρες ώστε ο Λευτέρης να αποκτήσει ταυτότητα. Μπότα καουμπόικη, τζιν σακάκι με φουλάρι κόκκινο, πολλές φορές το έκανε και μπαντάνα στο κεφάλι. Πολύ στυλάκι ο σπόρος! Οι ιδιοκτήτες και οι θαμώνες του μαγαζιού γρήγορα τον «υιοθέτησαν» και σύντομα έγινε η μασκώτ του! Μάλιστα λίγο αργότερα, όταν οι sharp ties έκαναν τα πρώτα τους βήματα, είχε ανοίξει 3-4 φορές το πρόγραμμά τους σαν πραγματικός κονφερασιέ! (Γειά σου Αποστόλη!) Παράλληλα τα αφεντικά τον έστελναν να κάνει κατασκοπία στα αντίπαλα μαγαζιά, δηλ. στον «Άρη», όπου τότε εμφανίζονταν οι Μουσικές Ταξιαρχίες (Γειά σου Τζιμάκο!), ενώ είχε την ευκαιρία να γνωρίσει μεγάλες μορφές όπως τον Λουκά Σιδερά, όπου χρόνια μετά έπαιζαν μαζί τρίσποντες...
Στα μάτια του Λευτέρη είχε φανερωθεί ένας απίστευτος κόσμος που τον συμπαθούσαν, τον δέχονταν, έπαιρνε «μπράβο», τον καλούσαν μαζί τους! Οι μεγάλοι, καλούσαν τον σπόρο! Ήταν ενθουσιασμένος. Μάλλον είχε βρει που έκανε λάθος τόσα χρόνια! Έτσι πολλές φορές δεν γύριζε το βράδυ σπίτι του, ποιος θα τον έψαχνε άλλωστε, και ξημερωνόταν είτε σε κάνα πατσατζίδικο, της αγοράς συνήθως, είτε Πειραιά για καταϊφι ή σε κάνα άγνωστο σπίτι. Πολλές φορές όμως όταν δεν κόλλαγε η παρέα και δεν είχε που να πάει, είχε βρει ένα μέρος, δεν μπορεί να περιγραφεί ως κοινόβιο, αλλά κάτι τέτοιο ήταν, όπου μπορούσε να μένει τα βράδυα. Ένα παλιό νεοκλασσικό σπίτι της οδού Αδριανού, το οποίο ήταν σχετικά περιποιημένο και ακατοίκητο, είχε γίνει χώρος διαμονής πολλών και περίεργων ανθρώπων. Πρέζα, κάθε τύπου σκεύασματα, και απελπισμένο σεξ μοναχικών ψυχών, δημιουργούσαν ένα αλλόκοσμο μέρος, που όμως με τον καιρό διαπίστωνες πως κι εσύ γινόσουν εύκολα κομμάτι του και αυτό μέρος της καθημερινότητάς σου. Ήταν σαφές πως η απελπισία φέρνει κοντά τους ανθρώπους και όσο χαμένοι και αν είναι τότε ξεδιπλώνουν τεράστιο μεγαλείο και απόθεμα ψυχής. Ο Λευτέρης από τότε λέει και πιστεύει πως στα σκουπίδια μπορείς να δεις τον άνθρωπο και τον Άνθρωπο.
Αν ρωτάτε, φυσικά και πήρε μεζέ, τί μεζέ τσιμπούσια ολόκληρα! Άκουγε χρώματα και έβλεπε ήχους, έκανε σεξ με σαραντάρες και νεώτερες... πρεζάκια... που αναζητούσαν ακόμα και σε αυτόν, τον άτριχο, τον αμούστακο, τον ασχημάτιστο, την αγκαλιά που ακολουθεί μετά^ αυτή την αγκαλιά που η ίδια η φύση την έχει κάνει μέρος της διαδικασίας... Η αγκαλιά ενός ξένου πολλές φορές, για πολλούς ανθρώπους είναι το μόνο γιατρικό και το μόνο που μπορούν να περιμένουν...
Ένα ξημέρωμα τον βρήκε στη Λούτσα, στο παλιό τέρμα, με αναμμένες φωτιές, μπάνιο γυμνοί στη θάλασσα, κιθαρούλα, «wish you were here», αλλά όχι μόνο Floyd, νεό κύμα και διάφορα ρομαντικά. Ήταν αρχές καλοκαιριού και τότε στη Λούτσα δεν υπήρχε σχεδον τίποτα, ένα λουκουματζίδικο, και μάλλον τότε άνοιξε η πρώτη ντισκοτέκ, «Λατίσια» πρέπει να ήταν το όνομά της. Έτσι γινόντουσαν πολλές καταλήψεις σε ερημωμένα σπίτια από τα φρικιά της εποχής. Σε ένα από αυτά, είχε μαζευτεί «το κακό συναπάντημα». Γούσταρε ο Λευτέρης, κόλλησε κι εκεί. Είχε και έναν συμμαθητή του που είχε σπίτι εκεί κοντά, είχε λοιπόν κάθε δικαιολογία για τη μάνα του, που σε λίγο καιρό του ετοίμαζε τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του, και όλο Λούτσα ήταν. Ο φίλος του ο Νίκος έγινε εκπληκτικός κιθαρίστας και έπαιξε για μεγάλους έλληνες καλλιτέχνες αλλά και για ξένους αν και τα τελευταία χρόνια έχει προβλήματας κύρωσης ήπατος, αφού ήταν κι αυτός γερό ποτήρι. Εκεί ο Λευτέρης γνώρισε την Κική. Μέχρι τότε δεν είχε νιώσει κάποια ερωτικά συναισθήματα, παρόλο το σεξ που γνώρισε όταν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, έπαιζαν με στρατιωτάκια. Χμ... μεγάλωνε και οι ορμόνες άρχιζαν τα δικά τους. Η Κική όμως ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερή του και σε αυτές τις ηλικίες είναι τεράστια διαφορά, τουλάχιστον για τους νορμάλ ανθρώπους, και του Λευτέρη του την έδωσε! Την είδε πως κοίταζε “κάπως” τους φρίκουλες και τις τσόπερ τους και τότε του γεννήθηκε η ιδέα και η διάθεση το πως θα την κατακτήσει. «Του χρόνου και μεγαλύτερος θα είμαι, και τσόπερ θα έχω!»
Εκείνο το καλοκαίρι πέρασε σε ξέφρενους ρυθμούς, οι τσοπεράδες τον έβαζαν πάνω στις μηχανές, μάλιστα τη μία, την αγαπημένη του, που το ντεπόζιτό της ήταν σαν φέρετρο, την οδήγησε κιόλας. Γυρνώντας λοιπόν πίσω στα πάτρια, όλα του φαίνονταν μίζερα, λίγα, ξεπερασμένα. Στο σχολείο τα κοριτσάκια τον ήθελαν, αλλά τι να του πουν απ’ τη ζωή τους, και οι συμμαθητές του, τον μισούσαν. Οι τσαμπουκάδες έγιναν μέρος της καθημερινότητας, και έτσι σιγά-σιγά άρχισε να αγριεύει και να «μπλέκει με παρέες».
Πρώτ’ απ’ όλα ξεκίνησε τα νέα του σχέδια απ’ τη γιαγια του. Εδώ και καιρό είχε ανακαλύψει τις καβάντζες που έκρυβε τα πουγγιά της, αλλά δεν τα είχε αγγίξει. Οι φραγμοί όμως είχαν πάρει τέλος. Κάνει την πρώτη του βούτα, 23.000 δρχ. τότε και πάει στο πρώτο μαγαζί που είχε ετοιμοπαράδοτες πάπιες, κάπου στην Κατεχάκη. Η πάπια όμως ήταν για ξεκάρφωμα. Ήδη είχε μπλέξει με κλεφτρόνια που είχαν διαλύσει τα νότια κυρίως προάστεια, Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο, Καλαμάκι.... Άλλο γκάζι είχε το 250, το RD 350, το 750, άλλο το XR 200, (ότι είχε βγει) και άλλο το παπί. Είχε μάθει στην ίλιγγο. Του άρεσε να πηγαίνει στο όριο, όχι μόνο της μηχανής, αλλά το δικό του. Βρήκε ακόμα έναν τρόπο για να αποδείξει στον εαυτό του πως μπορεί, πως είναι ικανός και γι’ αυτό. Είχε μάθει να κλέβει σχεδόν κάθε τύπου μηχανή, μέσα σε δευτερόλεπτα. Έσπαγε με το πόδι το τιμόνι και ήξερε ανάλογα τη μάρκα τούς συνδυασμούς των καλωδίων που έπρεπε να ενώσει. Η αδρεναλίνη έφτανε στα ύψη κάθε φορά, αλλά πάντα ήθελε τη «δόση» του. Την έβρισκε αφάνταστα να πηγαίνει στο απέναντι πεζοδρόμιο της Ασφάλειας, που τότε ήταν στη Μεσογείων, και να κλέβει εκεί μπροστά στα μάτια τους, τα καλύτερα κομμάτια.... Επιτέλους! Με αυτό τον τρόπο πρώτα απ’ όλα τα έβαζε με την εξουσία, με αυτούς που είχαν «ιδιότητα», «ταμπέλα» και ρε γαμώτο μπορούσε και τους έκανε καλά! Τους κορόιδευε κιόλας, αφού άρχισε να βάζει σημειώματα με την υπογραφή του... Είχε πλέον γίνει τρόπος ζωής, αυτή ήταν πλέον η ζωή του. Γκάζια, είχε περάσει πλέον στα στριτάδικα, άπειρη αδρεναλίνη, μαγκιά στο φουλ... Επιτέλους ζούσε, τη ζωή του, δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν και πλέον αν και μικρός στο μάτι και στην ηλικία, γαμούσε και έδερνε και αυτό ήταν μετά από τόση καταπίεση, το μόνο γιατρικό, νόμιζε. «Με πονέσατε; Τελικά είναι γλυκιά η εκδίκηση!» Ούτε που πέρασε τότε απ’ το μυαλό του πως εκδικήθηκε ξένους και λάθος ανθρώπους. «Ίδιοι είναι όλοι!», έλεγε και καμμία τύψη δεν τον βασάνιζε.
Η μάνα του πλέον είχε ορθάνοιχτη μπροστά της μια τεράστια ευκαιρία. Μέχρι πριν λίγο καιρό «το παιδάκι της» δεν έδινε δικαιώματα... Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει την νέα κατάσταση προς όφελός της^ και θα τον ξεφορτωνόταν και θα «επαναπροσδιόριζε» πλέον την έννοια «όλα τα κάνω για το παιδί μου».
Έχει ενημερώσει το Λευτέρη, να είναι κάποιο απόγευμα στο σπίτι γιατί θα έρθουν επίσκεψη κάποιοι πολύ σημαντικοί άνθρωποι που έχουν κάποια πράγματα να του πουν και αφορούν το μέλλον του. Ο Λευτέρης δέχτηκε, έμοιαζε κάτι βαρετό μεν, αλλά ανώδυνο. Έτσι νόμιζε. Χτυπάει το κουδούνι και μπουκάρουν τρεις φουσκωτοί, τον μπαγλαρώνουν τον βάζουν σε ένα βανάκι και τον μεταφέρουν στα Μελίσσια σε μια Κλινική... ο Θεός να την κάνει... ιδιωτικό τρελλάδικο ήταν, με την περισπούδαστη ονομασία «Αθηνά». Εκεί τον πήγαν σε ένα γραφείο και συνοπτικά του είπαν «Θα μείνεις εδώ μέχρι να γίνεις καλά. Είσαι τυχερός που έχεις μια μάνα να σε φροντίσει». Αμέσως του άνοιξαν το στόμα και του έχωσαν με το ζόρι πολλά χάπια τα οποία από τη σαστιμάρα του τα ήπιε. Αμέσως τον άρχισαν να τον τραβάνε προς μια μεγάλη πόρτα, με τεράστιους σύρτες, ηλεκτρικές ασφάλειες και μια τεράστια αλυσίδα με ένα ακόμα μεγαλύτερο λουκέτο. Έντρομος ο Λευτέρης ούρλιαζε και προσπαθούσε να ξεφύγει. Μάταια... Όταν άνοιξε η πόρτα, αυτό που αντίκρυσε δεν θα το ξεχάσει στη ζωή του. Διέλυσε τη ψυχή του για πάντα, για πάντα... Ένιωσε τρόμο, αηδία και απέραντο μίσος. Ένας συφερτός από υπολλείματα ανθρώπων, τερατόμορφες υπάρξεις, να ουρλιάζουν, να σκίζουν τα ρούχα τους, να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο, παντού περιττώματα και ακαθαρσίες. Η κόλαση η ίδια μπροστά του και ο ίδιος έχοντας πάθει σοκ άκουσε πίσω του την πόρτα να κλείνει...
Παντού βασίλευε το χάος, ένα χάος που προέρχεται από όχι απλά τρελλούς ανθρώπους, δεν υπάρχουν λόγια για περιγραφή... Απλά ένας τόπος όπου ήταν πεταμένες αυτές οι υπάρξεις για να μην υπάρχουν σε μια υγιή κοινωνία... Τρέλλα, οργή, μίσος. Τα πάντα ήταν γεμάτα αίματα, αφού πολλοί ήταν αυτοί που ξέσκιζαν τις σάρκες τους. Δεν υπήρχε εκεί κάποιο άλλο παιδί, ούτε καν έφηβος... Τον πεταξαν εκεί τον Λευτέρη, χωρίς μια λέξη... η ζωή του θα τελείωνε εκεί μέσα.
Χώθηκε κάτω από ένα κρεββάτι. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν τον τρόπο που θα βρει για να πεθάνει. Δεν άντεχε, έπρεπε να δώσει ένα τέλος. Τα χάπια που του είχαν δώσει όμως τον είχαν παραλύσει. Μπορούσε να σκεφτεί, έστω και αργά. Αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κουνιόταν σαν ζόμπι σαν υπνωτισμένος μέσα σε όλη αυτή τη φρίκη. Τότε ορκίστηκε: «Θεέ μου, αν υπάρχεις, και δεν είσαι ο αλήτης που μου έχεις δείξει μέχρι σήμερα, μην αφήσεις σε κανέναν άλλο άνθρωπο να συμβεί αυτό το πράγμα. Μην αφήσεις άλλο άνθρωπο να δει και να μάθει... Σου ορκίζομαι, αν υπάρχεις, δεν θα κάνω ποτέ αυτό το κακό σε κανένα!»
Νωρίς το άλλο πρωί, ήρθαν οι νοσοκόμοι και τον πήραν. Τον ξαναπήγαν πάλι στο γραφείο που τον είχαν πάει την πρώτη φορά, τον πότισαν πάλι ένα σκασμό από χάπια και τον ενημέρωσαν πως έχει μια ευκαιρία αν δείξει καλή διαγωγή και δεν δημιουργήσει προβλήματα. Αν τα έκανε αυτά, τότε δεν θα γύριζε στην προηγούμενη αίθουσα αλλά τον περίμενε ένας θάλαμος με τέσσερεις ακόμα ανθρώπους, όπου θα μπορεί να μείνει εκεί ήρεμα. Ο Λευτέρης υπάκουσε έντρομος, μόνο με τη σκέψη πως θα πήγαινε εκεί πίσω. Για μερικές μέρες του έδιναν μόνο χάπια, κρατώντας τον σε μια αφύσικη καταστολή. Ούτε να σκεφτεί μπορούσε ούτε να κινηθεί. Σιωπηλός, όπως και οι συνθαλαμήτες του, καθόντουσαν στο κρεββάτι τους, κοιτώντας το κενό. Έτσι πέρναγαν οι πρώτες μέρες. Σιγά-σιγά όμως ο Λευτέρης όταν άρχισαν να μειώνονται οι ποσότητες των χαπιών, άρχισε να τα κρύβει μέσα στο λαρύγγι του, γιατί πάντα γινόταν έλεγχος μέσα στο στόμα. Μερικές φορές κόντεψε να πνιγεί και να σκάσει, αλλά έβαζε βαθιά το χέρι του μέσα στο λαιμό του για να βγάλει τα χάπια. Το μυαλό του είχε αρχίζει να καθαρίζει, αλλά δεν άλλαξε την συμπεριφορά του για να μην τον καταλάβουν. Άρχισαν τα ψυχογραφήματα. Τους τρέλλανε τους τρελλογιατρούς! Του έδειχναν κάτι εικόνες και αυτός έπρεπε να τους απαντάει τι βλέπει. Έτσι υποτίθεται θα έβλεπαν τον ψυχικό του κόσμο. Για παράδειγμα μια από τις εικόνες που του έδειχναν ήταν ένας τύπος στη μια γωνιά ενός τούβλινου τοίχου. Ο τύπος ήταν με καπαρντίνα και καβουράκι, σκυφτός να κοιτάει κάτω. Ήταν βράδυ και στην άλλη γωνιά του τοίχου ήταν μια λάμπα που έριχνε ένα αμυδρό φως που απλά φώτιζε ελαφρά την γύρω περιοχή δημιουργώντας περισσότερο σκιές παρά φως. Στην ερώτηση της τρελλίατρου «τι βλέπεις, σε αυτή την εικόνα;» Ο Λευτέρης είπε: «τον έστησε η γκόμενα και περιμένει να έρθει»^ η ίδια εικόνα, την άλλη μέρα: «είναι ντέτεκτιβ, κρύβεται στο ημίφως^ άλλη μέρα: «το ξανασκέφτηκα, είναι από φιλμ νουάρ, μη σου πω πως είναι και ο Μπόγκι, αυτοπροσώπος»^ άλλη μέρα: «το σκέφτηκα καλύτερα, κατάσκοπος είναι»^ άλλη μέρα: «λοιπόν το βρήκα, είμαι εγώ στο μέλλον! Αυτό θέλω να γίνω»... Κάθε μέρα κι άλλο, για κάθε εικόνα. Η ίδια βαρετή διαδικασία: Χάπια, έλεγχος, φτύσιμο, ψυχοτέστ, κοίταγμα στον τοίχο.
Πάνω όμως που είχε πλέον καταστρώσει ένα σχέδιο όχι μόνο απόδρασης, αλλά και εκδίκησης έγινε το αναπάντεχο. Ο Βάγγος και οι λοιποί συγγενείς δεν ήξεραν τι έχει συμβεί και όταν το έμαθαν ήρθαν στο άσυλο κατευθείαν. Έγινε τόσο μεγάλο χαμός, που παραλίγο να μπουζουριάσουν και τον Βάγγο μέσα! Σε δύο μέρες ο Λευτέρης ήταν εκτός, ύστερα από υπογραφές και εγγυήσεις των άλλων συγγενών και ποιος ξέρει με τι απείλησαν την Μαρία, δεν θέλησα ποτέ να μάθω και δεν σκοπεύω.
Για λίγες μέρες έμεινε σε σπίτια συγγενών του γιατί κανείς δεν ήταν σίγουρος, για την αντίδρασή του, αν έβλεπε τη μάνα του. Προσπαθούσαν με λόγια του τύπου: «συγχώρεσέ την για το καλό σου το έκανε, νόμιζε πως παίρνεις ναρκωτικά και ήθελε να ξεκόψεις», να κάνουν τον Λευτέρη να λογικευτεί... Δεν είχε άλλη επιλογή ο Λευτέρης, δέχτηκε θέλοντας και μη αυτή την εξήγηση, τουλάχιστον αν ήταν έτσι, είχε καλές προθέσεις η μάνα του, πέρα από το όσο του κόστισε του ίδιου.
Όμως ήταν θέμα χρόνου, ν’ αρχίσουν τα προβλήματα και δεν άργησαν.

Τα προβλήματα ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα από παντού.
Άρχισαν οι συλλήψεις. Άρχισαν τα δικαστήρια. Πριν τα 16 του, είχε πάνω από 30 δικαστήρια στην πλάτη του, και πάνω από 15 συλλήψεις. Το ξύλο στα απανταχού Τμήματα ήταν ατελείωτο. Για έναν ανεξήγητο, μέχρι σήμερα λόγο, δεν φυλακίστηκε, ο ίδιος το αποδίδει μάλλον στο ότι, ήταν τόσο μικρός σε σχέση με τους συγκατηγορούμενούς του, σχεδόν πάντα και σχεδόν όλοι ήταν ενήλικοι, αντιμετωπίστηκε με εξαιρετική, αδιανόητη σε πολλές περιπτώσεις επιοίκια. Σε μια δύσκολη δίκη, που όλοι πήγαν φυλακή, άκουσε τη Μαρία, τη μάνα του να λέει: «επιτέλους, βάλτε τον φυλακή τον αλήτη να ηρεμήσει ο κόσμος κι εγώ μαζί»! Η αστυνομία τον έψαχνε, το ίδιο και οι ιδιοκτήτες των μηχανών. Ακόμα χειρότερα, τον κυνηγούσαν οι «επαγγελματίες» κλέφτες, αφού τους έπαιρνε μηχανές που τις είχαν για πούλημα. Όσες φορές γύριζε σπίτι του —πολλές φορές έμενε στη Νέα Μάκρη, στο βουνό σε ένα χάλασμα, κοντά στο Γερμανικό νεκροταφείο—, αργά το βράδυ, έβλεπε τα στημένα καραούλια και έμπαινε από την εσωτερική σκάλα που ένωνε τα πλατύσκαλα των κουζινών, αφού είχε πηδήξει τρεις ταράτσες... Τον έψαχναν στο σχολείο, πήγαινε με δυσκολία...
Η γιαγιά του είχε πάρει χαμπάρι πως κάποια κομποδέματα είχαν κάνει φτερά. Λίγα-λίγα στην αρχή, μετά ολόκληρα δεμάτια σήκωνε ο Λευτέρης. Πάνω από ένα εκατομμύριο της εποχής είχε τσακίσει και είχε πολλά-πολλά ακόμα στις κρυψώνες, για μελλοντική χρήση. Όμως η γριά έφυγε και πήγε να μείνει σε ένα διαμέρισμα που της παραχώρησε η κόρης της η Εύη, που πλέον είχε καλοπαντρευτεί με τη μέθοδο της «λίστας».
Εκεί άρχισαν τα δύσκολα. Οι παρέες, αφού πλέον δεν τις χρηματοδοτούσε, τον έκαναν πέρα. Όποιον έπιανε η αστυνομία, το δικό του όνομα έδινε πρώτο, όταν τους ρωτούσαν «ποιός έκανε αυτό, ποιός εκείνο;». Είχε κάνει κι αυτός το ίδιο λάθος που είχε εντοπίσει στο σχολείο και στον αθλητισμό. Με το χρήμα αγοράζεις τα πάντα ακόμα και φίλους ακόμα και εχεμύθεια. «Κορόιδο που πιάστηκα, έτσι είναι οι φίλοι; Αυτό είναι το χρήμα;» Έτσι ποτέ δεν ξαναεμπιστεύτηκε άνθρωπο, έμενε πάντα απόμακρος και ψυχρός στους φίλους, δεν ανοιγόταν σχεδόν καθόλου και το χρήμα πλέον άρχισε να το αντιμετωπίζει με αποστροφή. «Δεν μπορεί κάπου κάποιος άνθρωπος θα υπάρξει και για μένα, για μένα τον Λευτέρη, για την ψυχή μου και τα αισθήματά μου που θα νοιαστεί για μένα, αγνά και χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα.».
Έτσι ζώντας πλέον σαν αγρίμι, με την πλάτη μόνιμα στον τοίχο, και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, επέλεγε αυτές τις θέσεις^ έψαχνε για θέσεις στα στέκια που σύχναζε ώστε να μπορεί να διαφεύγει. Πόσες φορές ενώ οι διώκτες του ανέβαιναν στο πατάρι, αυτός πήδαγε από αυτό στο ισόγειο... Το άλμα από πατάρι είχε γίνει το νέο του άθλημα!
Είχε πάψει πλέον να είναι περιζήτητος και αγαπητός. Αγρίμι πια, στην τσίτα συνέχεια, είχε γίνει δακτυλοδεικτούμενος, η παρουσία του τρόμαζε τους περαστικούς.
Δεν του άρεσε πια η νέα του ζωή, είχε αρχίσει να νοιώθει πως όλη αυτή η κατάσταση δεν θα του έβγαινε σε καλό. Ένοιωθε πως το λιγότερο ίσως και το καλύτερο που μπορούσε να του συμβεί είναι να τον βρούνε σε κάποιο χαντάκι. Τα σχολεία είχαν αρχίσει να μην τον δέχονται. Τσακωνόταν, λάθος λέξη, έσπαγε στο ξύλο όποιον απλά τον κοίταξε. Τα έσπαγε στα γραφεία των καθηγητών ή των διευθυντών που τον καλούσαν. Τόσες αποβολές δεν πρέπει να είχε φάει άνθρωπος. Το απίθανο είναι πως σχεδόν ποτέ δεν ήταν αδιάβαστος!
Ίσως η μόνη στιγμή στη ζωή της που Μαρία, η μάνα του, έδειξε κατανόηση, τον άκουσε και έκανε αυτό που της ζήτησε ήταν όταν ο Λευτέρης της είπε: «Βοήθεια! Σώσε με! Έχω μπλέξει τόσο άσχημα, που δεν μπορώ να ξεφύγω! Κάθε φορά βουλιάζω και περισσότερο, δεν έχω διέξοδο. Πρέπει να φύγω μακρυά, αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα. Έχω ακούσει για κάποια σχολεία που τα παιδιά μένουν εσώκλειστα. Σε ικετεύω στείλε με εκεί». Η Μαρία ανταποκρίθηκε, όχι βέβαια πως δεν την βόλευε... Τσάκισε γνωστούς, φίλους και συγγενείς στα δανεικά και αγύριστα, μάζεψε πολλά παραπάνω από τα δίδακτρα, και έτσι τον ξεφορτώθηκε και από τα πόδια της και φυσικά απεκατέστησε το κύρος της ως «μάνας».
Ο Λευτέρης βρέθηκε στις Σπέτσες εσώκλειστος και έμελε να ζήσει τον καλύτερο χρόνο της ζωής του εκεί! Αν και η σχολή είχε χάσει την παλιά της αίγλη και δόξα, κάποτε εκεί φοιτούσαν βασιλιάδες, είχε κρατήσει όλα εκείνα τα στοιχεία και τις υποδομές που ενθουσίασαν τον Λευτέρη. Ευτυχώς δεν είχε μόνο πλουσιόπαιδα, είχε και κάποια ξηγημένα παιδιά και μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγών υπήρχαν και αρκετά ελληνοαμερικανάκια, που έκανε και μ’ αυτούς παρέα.
Ξαφνικά το αλάνι, έγινε κολλεγιόπαιδο και αυτό του άρεσε πολύ. Για πρώτη φορά ένοιωσε ευτυχισμένος. Και τι δεν είχε στη διάθεσή του. Πρώτα απ’ όλα είχε το δικό του δωμάτιο. Το φαί ήταν εξαιρετικό, και πάντα είχε περίσσευμα. Υπήρχαν κάθε λογής εργαστήρια, κινηματογράφος, γυμναστήρια, γήπεδα, άλογα και ιστιοπλοϊκά. Είχε χαζέψει. Πάνω απ’ όλα είχε εξαιρετικούς καθηγητές, πραγματικοί παιδαγωγοί. Με τον καθηγητή φυσικής έγινε φιλαράκι, του βούταγε και τη μηχανή και έκανε παντιλίκια μέσα στη σχολή, τρελλαίνοντας τον άνθρωπο. Αν και έκανε και εκεί τους τσαμπουκάδες του, με τους ντόπιους κυρίως που δεν γούσταραν τους «φλώρους της σχολής», είχε αρχίσει να μαλακώνει. Άρχισε πάλι να γυμνάζεται, μπήκε στις τοπικές ομάδες βόλεϊ και μπάσκετ, τσάκιζε την τεράστια βιβλιοθήκη. Άρχισε πάλι να γίνεται άνθρωπος. Ξέφυγε βέβαια μερικές φορές π.χ. όταν την κοπάνησε μαζί με έναν φίλο που έκανε εκεί τον Βασίλη, και πήγαν στο Λουτράκι να βρουν μια κοπελίτσα που είχε γνωρίσει ο Λευτέρης. Κάθησαν εκεί τρεις μέρες, οι τηλεοράσεις είχαν βγάλει ήδη ανακοινώσεις(!) και φυσικά όταν γύρισαν τους περίμενε και μια ξεγυρισμένη αποβολή!
Όμως αυτά ήταν πταίσματα, ήταν λίγο αλατάκι στη νέα ζωή του Λευτέρη.
Το νησί ήταν υπέροχο. Πανέμορφο. Εκείνη την εποχή η σαιζόν ξεκίναγε από τον Μάρτη. Μέχρι να κλείσει το σχολείο, η ζωή ήταν ονειρεμένη. Όμορφος κόσμος, όμορφα κορίτσια, όμορφα μαγαζιά. Γνώρισε πολύ κόσμο, «καλό κόσμο», πέρα από τον απόπατο που είχε συνηθίσει να συναναστρέφεται. Όμως όλα τα καλά τελειώνουν κάποτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου