Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο έκτο

Τα πρώτα χρόνια τα πράγματα ήταν, παρ’ όλες τις αναπάντεχες βοήθειες, αρκετά δύσκολα. Αλλά σε ένα ελεγχόμενο επίπεδο. Ο Λευτέρης, είχε πολλά κενά που προσπαθούσε να καλύψει. Έτσι είχε αφοσιωθεί ολότελα στη δουλειά του την έχψανε διαρκώς, ανέλυε σε βάθος κάθε τι που έπεφτε στα χέρια του, ήθελε και εδώ να είναι πρώτος να γίνει ο καλύτερος. Έφτασε μέχρι του σημείου να πηγαίνει λάθρα στα ΤΕΙ στο Αιγάλεω και να παρακολουθουθεί μαθήματα. Το ανέκδοτο «γιατί μπαμπά» ήταν το μοτό του, αφού είχε σπάσει σε όλους τα νεύρα, ρώταγε, ρώταγε, ρώταγε, ασταμάτητα, απαιτούσε να του δείχνουν επακριβώς αν δεν καταλάβαινε. Ήθελε να μάθει τα πάντα για τον νέο του κόσμο. Βέβαια είχε βάλει λάθος στόχους ή μάλλον σωστοί ήταν αλλά λίγο περιορισμένοι. Ήθελε να φτιάξει μια επειχείρηση όπως ο ίδιος την είχε ονειρευτεί, ήθελε να αποκτήσει το σύνολο της γνώσης που έχει ο χώρος και ελάχιστα είχε σκεφτεί το εμπορικό κομμάτι. Έτσι ήταν εύκολο να μπλέξει με λαμόγια και απατεώνες, αλλά τελικά δεν βγήκε χαμένος παρά τις απώλειες «έφτιαξα χαρακτήρα» λέει και σήμερα και πλέον τους οσμίζεται από μακρυά. «Πληρώνεις, μαθαίνεις!»
Πήρε ρίσκα πολλά, κάποια βγήκαν κάποια όχι. Όταν έχεις να ανταγωνιστείς μεγαθήρια αν μη τι άλλο πρέπει να είσαι δημιουργικός, έτσι παρά τις φλούδες που πάτησε πήγε καλά. Πολύ καλά, κάποια στιγμή είχε πάγιο εξοπλισμό σχεδόν πεντακοσίων εκατομυρίων με ανάλογους τζίρους.
Πριν φτάσει όμως εκεί είχε κάνει ένα μικρό διάλειμμα. Ή μάλλον είχε την άνεση να κάνει κάποια ιδιαίτερα πράγματα. Έτσι γνώρισε τον Παναγιώτη. Ο Παναγιώτης ήταν από τους θεωρητικούς του αναρχισμού, τον σέβονταν στα Εξάρχεια και μάλιστα σε αυτόν οφείλει πολλές από τις γνωριμίες που απόκτησε από τον εκδοτικό χώρο ο Λευτέρης. Μην ακούτε αναρχικός και φέρνετε στο μυαλό σας μολότωφ και βιτρίνες. Για τον Μπακούνιν μίλαγε ο άνθρωπος και για μία υγιή αυτοδιαχείριση και αυτοδιάθεση των λαών. Ειδικά σήμερα με αυτά που συμβαίνουν θα έπρεπε όλοι τουλάχιστον να διαβάσουν μερικά από τα «θεωρητικά» κείμενα και θα καταλάβουν πάρα πολλά από όσα συμβαίνουν.
Συνεργάστηκαν για λίγο διάστημα μαζί, έως ότου ο Παναγιώτης βρήκε μια δουλειά ως δημοσιογράφος σε ειδικό έντυπο, ενός μεγάλου ομίλου. Παράλληλα μεσολάβησε ώστε να αναλάβει την κατασκευή του εντύπου ο Λευτέρης. Έτσι ο Λευτέρης είχε την δυνατότητα μαζί με τον Παναγιώτη, να κάνει κάποια ιδιαίτερα ταξίδια στο εξωτερικό, να γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, μαχητές και αγωνιστές της Ελευθερίας που αποτέλεσαν γι αυτόν πραγματικά υποδείγματα αξιοπρέπειας, θέλησης και τρανά παραδείγματα στάσης ζωής. Έτσι αν και μπορεί να ακούγονται τσιτάτα παρόλα αυτά, συνθήματα όπως «Ιντιφάντα» και «Fuck the Coca, fuck the pizza, all we need is Sljivovica!» απέκτησαν μια άλλη διάσταση και έκαναν τον Λευτέρη να δει με μια πανανθρώπινη ματιά τις ανικανοποίητες ανάγκες των ανθρώπων αλλά και το μεγαλείο που μπορεί να επιδείξει ο κάθε κατατρεγμένος. Η ζωή του άλλαξε για άλλη μια φορά ύστερα από αυτές τις διαπιστώσεις.
Νέα ερωτήματα ξεπρόβαλαν και άρχισαν να τον βασανίζουν. Από τότε πάσχιζε να βρει μια λογική άκρη και για ποιο λόγο ο κόσμος έχει αυτά τα χάλια. Χρόνια μετά βρήκε κάποιες απαντήσεις που τον ικανοποιούν. Σύμφωνα με τον δικό του τρόπο σκέψης και την δική του λογική.
Μέσα από πολύ αγώνα, πολύ δουλειά, ο Λευτέρης λοιπόν είχε στήσει την επιχείρισή του, η οποία μεγάλωνε διαρκώς. Μεγάλωνε η πελατεία, ο εξοπλισμός αύξανε, οι υπάλληλοί το ίδιο. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα, που όπως φάνηκε στην πορεία ήταν πολύ-πολύ σοβαρό. Επειδή είχε τα προηγούμενα χρέη από την εποχή της Μαρίας, τα πάντα τα είχε στο όνομα της Γιάννας. Δυστυχώς ποτέ δεν ασχολήθηκε να τακτοποιήσει κάποια πράγματα, αδιαφόρησε σε πολλές περιπτώσεις, αφού η χαρά της δημιουργίας τον είχε συνεπάρει, τον ένοιαζε μόνο η ανάπτυξη της επιχείρισης και οτιδήποτε άλλο το θεωρούσε απλό χάσιμο χρόνου. Παιδιάστικη αντίληψη αλλά...
«Ποτέ δεν θα πεθάνουμε, κουφάλα νεκροθάφτη», έλεγε πιστεύοντας πως έχει όλο το χρόνο δικό του. Και συνέχιζε να δουλεύει σαν το σκυλί. Το 18ώρο ήταν το σύνηθες, πολλές φορές κοιμόταν στο μαγαζί για να είναι εκεί το βράδυ να αλλάξει τις κασέτες που γέμιζαν και να τις βάζει στο εμφανιστήριο. Αυτό γινόταν για χρόνια. Είχε γίνει ακόμα μια ιδιόρρυθμη φυλακή, που είχε μπει με τη θέλησή του ο Λευτέρης, αυτοτιμωρούμενος θα έλεγε κανείς για τα παλιά του πεπραγμένα. Είχε αυτοπεριοριστεί υπερβολικά. Όσο καλά κι αν πήγαινε η δουλειά, δεν ήταν τα χρήματα που τον ένοιαζαν, ποτέ δεν τον ένοιαξαν, τόσο ο ίδιος φυλακιζόταν.
Κάποια στιγμή η δημιουργία είχε χαθεί. Η χαρά της γνώσης από καιρό είχε πάψει να υπάρχει. Δούλευαν άλλοι γι αυτόν... Η επιχείρηση είχε γίνει ένα απέραντο λογιστήριο. Έσοδα, έξοδα, υποχρεώσεις, μισθοί, ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, προμηθευτές, εισπράξεις, υπόλοιπα, διακανονισμοί, υπερωρίες, τριπλοβάρδιες... Είχε γίνει κανονικό δημόσιο. Δεν ήταν πλέον η δουλειά που είχε πασχίσει να χτίσει. Ήταν ένα σχεδόν απρόσωπο μέρος και το χειρότερο με άγνωστες σε πολλές περιπτώσεις φάτσες.
Είχε αρχίσει να πνίγεται. Στο σπίτι τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Σιγά-σιγά είχε φορτωθεί όλη την οικογένεια της Γιάννας. Οχτώ μήνες το χρόνο φιλοξενούσε την άρρωστη μητέρα της. Εξαιρετικός άνθρωπος μεν, αλλά δεν έχανε την ευκαιρία να δείχνει την δυσφορία της που ο Λευτέρης δεν είχε παντρευτεί μετά από τόσα χρόνια την κόρη της... μύριζε και το σπίτι φαρμακίλα την γνωστή μυρωδιά που βάφει ένας γέρος ένα σπίτι. Παράλληλα είχε γίνει τεράστιο φόρτωμα, σε επίπεδο να γίνεις εγκληματίας, η ημίτρελλη αδελφή της Γιάννας. Έμενε εκεί, έτρωγε εκεί, και τους πήγαινε όλους «εμπλοκή». Σαν να μην έφτανε αυτό και τα παιδιά της ήταν συνεχώς εκεί, να τρώνε να πίνουν και ότι άλλο βάλει ο νους σας. Ο Λευτέρης είχε ξαναβρεθεί μόνος και σε αδιέξοδο. Αυτή η ζωή πλέον δεν είχε κάτι να του προσφέρει.
Το κερασάκι στην τούρτα ή μάλλον ή ώρα που αποφάσισε τι πρέπει να κάνει ήταν όταν πήγαινε ένα βράδυ, μετα τη δουλειά, γύρω στις τέσσερεις το πρωί, στο αγαπημένο του μέρος, το ησυχαστήριο του. Λίγο πριν τον «Μύθο» στο Καβούρι υπήρχε μια καντινούλα. Εκεί λοιπόν τα παιδιά που το είχαν άφηναν εκτός από τις καρεκλίτσες, όπου την έβαζες μέσα στη θάλασσα και άραζες ευχάριστα αποφορτιζόμενος από τα της ημέρας, άφηναν και το ραδιοφωνάκι ανοιχτό για να έχουν μουσική η ξενύχτηδες.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ο Λευτέρης πάλι είχε πιεί πολύ και άμα σε θέλει, δεν πρόσεξε πως έφυγε με σκασμένο λάστιχο από γραφείο, έτσι κατεβαίνοντας «μαλλιά» την Βουλιαγμένης, έπεσε πάνω σε ένα εκκλησάκι, τα μπαλώματα φαίνονται και σήμερα σχεδόν δέκα χρόνια μετά, όπου έπαθε σοβαρή ζημιά στη μέση. Πρέπει να έμεινε πάνω από δυο μήνες στο κρεββάτι πριν μπορέσει να σταθεί όπως-όπως στα πόδια του.
Αυτούς τους δύο μήνες η επιχείρισή του ρήμαξε. Η Γιάννα δεν το είχε. Δεν μπορούσε να κουμαντάρει, ούτε να ελέγξει, ούτε τους υπαλλήλους ούτε τη ροή της εργασίας.
Υπάλληλοι, έπαιρναν δικούς τους όσους πελάτες μπορούσαν. Άλλοι έβγαζαν τις δουλειές τους στο μαγαζί, χρεώνοντας την επιχείρηση με μεγάλα ποσά από τα υλικά που κατανάλωναν. Χάθηκαν και πράγματα. Όταν ο Λευτέρης αντίκρυσε αυτή την κατάσταση, θέλησε να την τελειώσει άμεσα. Για να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση δύο μόνο λύσεις είχε. Ή να κάνει το αμέσως μεγαλύτερο βήμα, το οποίο ήταν να περάσει σε βιομηχανικό επίπεδο, άρα να αλλάξει περιοχή, μετακόμιση βαρβάτη και πλέον χοντρά δάνεια και όπου πάμε ή... κλείσιμο. Αυτό έπρεπε να γίνει από καιρό, ήδη δεν είχε επάρκεια ρεύματος. Αλλά ήταν προβληματισμένος. Ήταν 35 ετών πλέον, τα δάνεια ήταν οχταετίας «πάλι θα μπω στο λούκι, και όταν βγω στα 43 μου πάλι κάτι παρόμοιο θα πρέπει να κάνω και τότε», σκεφτόταν ο Λευτέρης και που να ήξερε τι του επιφύλασε η ζωή του όταν έφτανε αυτή την ηλικία...
Ο Λευτέρης είχε πάρει την απόφαση του. Η ανάγκη του να ζήσει σαν άνθρωπος πλέον, να ζήσει φυσιολογικά να κάνει πράγματα που κάνει όλος ο κόσμος, να έχει φίλους, από αυτούς που σε επισκέπτονται στο σπίτι, και μιλάτε λέγωντας απλά μπαρούφες. Αυτούς που σε παίρνουν στη γιορτή σου, ή απλά να σου πουν «ένα γεια, τι κάνεις». Ήθελε να αρχίσει πάλι να διαβάζει, να κάνει πράγματα που τον ευχαριστούν.
Ήταν κουρασμένος, μέσα-έξω, είχε βαρεθεί τους πάντες και τα πάντα. Δεν είχε πλάκα πια, έπρεπε να το πάρει αλλιώς.
Έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες το μαγαζί. Πέταξε την αδελφή της Γιάννας κλωτσηδόν από το σπίτι, η μητέρα της πήγε πίσω στο χωριό που έμενε και ο Λευτέρης ξεκίνησε έναν νέο κύκλο ζωής... όμως δεν τα είχε υπολογίσει καλά και πολύ σύντομα αυτός ο κύκλος θα έπαιρνε άλλες διαστάσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου