Η Μαρία τελικά μπάρκαρε αλλά όχι ως μαρκόνησα γιατί πραγματικά κανείς δεν την έπαιρνε, αλλά σε κρουαζερόπλοια και η θέση της δεν ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστη αφού αποστολή της ήταν να φροντίζει τα παιδάκια, ποια παιδάκια, τερατάκια, ειδικά αν έχουν και ένα πλήθος, ώστε οι γονείς τους να μπορούν να μπορούν να διασκεδάζουν με την ησυχία τους. Πραγματική κόλαση για τη Μαρία, ήταν αλλιώς μαθημένη, τα δικά της χατήρια έπρεπε να γίνονταν και όχι αυτή να υπηρετεί αυτό το καρακατσουλιό. Έτσι κάπως άρχισε απεγνωσμένα να αναζητά μια «ολοκληρωτική» λύση, αφού τα ημίμετρα δεν ήταν της ψυχοπαθολογίας της και φυσικά δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω αφού την περίμεναν η μάνα της και οι αδελφές της. Έτσι γνώρισε τον Μάνο.
Ο Μάνος προέρχονταν από μια εύπορη οικογένεια της Χίου, ο πατέρας του δούλευε για χρόνια σε μεγάλη εφοπλιστική οικογένεια, και ήταν τόσο της εμπιστοσύνης του εφοπλιστή που εργαζόταν, που με τον καιρό τον έκανε διαχειριστή σε κάποια από τα καράβια του και σε μερικά από αυτά και συνέταιρο. Αυτό του επέτρεπε να ζήσει την οικογένειά του με άνεση και μάλιστα ο Μάνος σπούσασε και αποφοίτησε από το Ήτον, ένα από τα καλύτερα αγγλέζικα Πανεπιστήμια. Ο Μάνος μίλαγε άπταιστα, άγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και πάρα πολύ καλά γιαπωνέζικα, και αρκετές άλλες γλώσσες. Με τα προσόντα που είχε, ένα λαμπρό μέλλον διαγραφόταν μπροστά του. Λεβέντης και στο ανάστημα και στο χαρακτήρα, ομορφάντρας και αρσενικός, αλλά ευγενής και κοσμοπολίτης, αποφάσισε να μπαρκάρει για να ψηθεί λίγο και μετά να ακολουθήσει αυτό που είχε ξεκινήσει δηλαδή να μεταβεί στο Λονδίνο, όπου εκεί θα εργαζόταν στην ναυτηλιακή εταιρία του Παφαλιού. Έτσι γνωρίστηκε με την Μαρία.
Η Μαρία διέκρινε το κελεπούρι, είχε όλα τα προσόντα να της δώσει τη ζωή που είχε συνηθίσει και κατάφερε και τον «τύλιξε» κατά το κοινώς λεγόμενο. Αν και ανίκανη να νιώσει αγάπη, αλλά και αν ένιωσε, πότε έμαθε πως αυτή εκδηλώνεται, ήταν ικανότατη στη σέσουλα και στο ζύγι. Έτσι ο Μάνος αποτέλεσε το τέλειο εργαλείο για να ξεφύγει από τη ζωή στα καράβια που δεν ήταν γι αυτή αλλά και να μην ξαναγυρίσει πίσω στην οικογένειά της.
Οι γονείς του Μάνου, διέκριναν τα προβληματικά στοιχεία της Μαρίας και δεν την είδαν με καλό μάτι, όμως καλοσυνάτοι άνθρωποι είπαν: «ας αφήσουμε το παιδί μας να ευτυχήσει, κοντά της, αφού κάνει σε αυτόν, εμάς τι μας κόφτει;». Έτσι ήρθαν εις γάμου κοινωνία, με παράτες και δεξιώσεις και από τις δυο οικογένειες.. Κάποιοι βέβαια χάρηκαν που την ξεφορτώνονταν...
Φυσικά κατά τα κρατώντα έθιμα, η νύφη έπρεπε να πάει να μείνει στο σπίτι του γαμπρού. Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε η Μαρία, αφού τα πράγματα στην Χίο του ’66 ήταν πολύ κλειστά, η νοοτροπία πρωτόγνωρη για την καλομαθημένη αθηναία, και εκεί φυσικά δεν υπήρχαν υπηρέτες, δεν υπήρχε κόσμος για να κάνει το παγώνι, ενώ οι «θεοί και δαίμονες» που εξαπέλυε δεν είχαν αντίκρυσμα αφού έπαιζε «εκτός έδρας».
Έτσι βάζει σε άμεση εφαρμογή το σχέδιό της που δεν ήταν άλλο, από το να μείνει έγγυος και με την πρόφαση πως το νησί δεν έχει τις παροχές που χρειάζεται ένα παιδί, να επιστρέψει στην Αθήνα. Σκέφτηκε το εξής απλό: «Θα μας παραχωρήθεί ο ένας όροφος από το ακίνητο των Αμπελοκήπων, τι στο καλό, πρωτότοκη είμαι, μου έχει τάξει άλλωστε τον ένα όροφο ο πατέρας μου ως προικόο, θα πάω να το διεκδικήσω, και αφού θα έχω και τον Μάνο, καμμιά τους δεν θα μπορεί να με πειράξει.»
Και αυτό έκανε. Αλλά έγιναν όλα λάθος.
Ο Λευτέρης γεννήθηκε στο «Έλενας», προϊόν σχεδίου και όχι καρπός έρωτα δύο ανθρώπων που αγαπιούνται. Έτσι με την επιστροφή στο νησί, η Μαρία λίγες μέρες αργότερα, φεύγει ένα βράδυ κρυφά, με το μωρό στην αγκαλιά και επιστρέφει κλαίουσα στην Αθήνα, στο πατέρα της: «Πατερούλι μου, δεν μπορώ να ζήσω σε αυτό τον τόπο, το παιδάκι μου τι θα απογίνει, βοήθησέ με σε παρακαλώ», ο πατέρας της φυσικά τη βοήθησε, από τότε όμως η Μαρία, έμαθε και ένα άλλο μάθημα. Να χρησιμοποιεί το παιδί της κατά πως της κάνει κέφι για να επιτυγχάνει το σκοπό της.
Αν η Μαρία είχε διαμορφώσει από το οικογενειακό της περιβάλλον μια κακή, δυσαρμονική σχέση με τον κόσμο, η σχέση με τον Λευτέρη ήταν καθαρά δικό της επίτευγμα, και ως τέτοιο έπρεπε να διαφυλαχθεί ως το πολυτιμότερο αγαθό. Ο Λευτέρης, της έδωσε όλες εκείνες τις νέες επιλογές που δεν θα είχε αν δεν έλεγε: «όλα τα κάνω για το παιδί μου», ποιός φυσιολογικός άνθρωπος, όσο σκληρός κι αν είναι δεν λυγάει σε αυτές τις λέξεις από το στόμα μιας μάνας; Η Μαρία ακόμα και σήμερα διαφυλάτει και χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις ψάχνοντας ακόμα να βρει τα μεγαλεία της νιότης της.
Όταν η Μαρία γύρισε στην Αθήνα και έσυρε και τον Μάνο να την ακολουθήσει, αντιμετώπισε δύο σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο ήταν ο Λευτέρης. Δεν τον θήλασε καν λόγω της αποστροφής της για την παρουσία του. Γεγονός είναι πως δεν ήταν και το πιο όμορφο μωρό^ μία αλλόκοτη τεράστια τούφα από μαλλιά και νύχια ίσα με το μπόι του ήταν αυτό που πρωτοαντίκρυσε η Μαρία στην αίθουσα του τοκετού. Το μωρό γδαρμένο και γρατζουνισμένο από τις νυχιές θα τρόμαζε τους πάντες! Η Μαρία τρόμαξε και για έναν άλλο λόγο, υπάρχει ένα σύνδρομο, δεν θυμάμαι την ιατρική ορολογία, αλλά κάνει κάποιες μανάδες να μη θέλουν το παιδί τους, ειδικά η Μαρία, το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει από τους δυνάστες της και να έχει την καλοπέραση και την «αυλή» της, τι είναι τούτο πάλι που θα πρέπει να το αναθρέψει και να το φροντίζει;
Το δεύτερο ήταν η Μέλπω. Τα τρία αδέλφια έμεναν με τους γονείς τους στον πάνω όροφο. Η Μέλπω, ερωτεύθηκε παράφορα τον Μάνο, ακόμα δεν το έχει ξεπεράσει, σαράντα και πλέον χρόνια, από τότε ακόμα δακρύζει στην θύμησή του, τότε όμως τα πράγματα αγρίεψαν, πήραν πολύ άσχημη τροπή και έτσι η Μαρία, σκέφτηκε ακόμα ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: «Πατερούλι, δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ, θα χάσω τον άντρα μου, θα διαλυθεί η οικογένειά μου, θα τον πάρω λοιπόν να φύγουμε, να μπαρκάρουμε λίγο καιρό, μέχρι η Μέλπω να ξεπεράσει τον Μάνο και θα επιστέψουμε, αλλά θα σας αφήσω τον Λευτέρη».
—«Παιδί μου, αυτό είναι μωρό, θέλει την μητέρα του, πως θα το αφήσεις και θα φύγεις;»
—«Για λίγο θα είναι πατέρα θα δεις». Η Μαρία σκεφτηκε σωστά, πως με τον Μάνο καπετάνιο σε ένα καράβι, θα ήταν εύκολο να προσληφθεί και αυτή σε αυτό ως ασυρματίστρια —πράγμα που έγινε— και επίσης θα ξεφορτωνόταν το δυσβάσταχτο βάρος του Λευτέρη. Και έτσι μπάρκαραν... και πέρασαν τρία ολόκληρα χρόνια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου