Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο δεύτερο

Ο Λευτέρης βρέβηκε από μωρό, σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Αντιμετωπίστηκε απ’ όλους ως μούλικο, ως μπάσταρδο, αφού όλοι κατάλαβαν πως παρατήθηκε εκεί από τη μάνα του που ήθελε να απαλλαγεί από αυτόν. Ο Λευτέρης είχε γίνει βάρος σε όλους αυτούς, αφού έκανε ό,τι κάνει κάθε μωρό που σέβεται τον εαυτό του. Κλαίει, πεινάει, τα κάνει δέκα φορές τη μέρα, μυρίζει και όλα αυτά σε κάνουν να επικαλήσαι τον Ηρώδη. Είπαμε, παραδουλέφτρες και παραπαίδια είχαν τελειώσει από καιρό, άρα ποιος θα ξεσκατήσει το μόγγολο; Η γιαγιά του η Βασιλική; Η Μέλπω που στο πρόσωπό του έβλεπε τον Μάνο και ένιωθε αφόρητο μίσος για τη Μαρία και το μούλικο; Αυτό βέβαια δεν την εμπόδισε να γίνει αυτή η νονά του Λευτέρη, ώστε με αυτό το πρόσχημα να μπορεί να μπαινοβγαίνει στο σπίτι... Ο Βάγγος φυσικά, ως «άντρας», τρομάρα του, απλά αδιαφορούσε, ενώ η άλλη αδελφή η τρίτη, η Εύη ήταν φοβερά απασχολημένη ώστε να βρει γαμπρό. Αξίζει να σταθούμε λίγο στην Εύη. Είναι αξιοπρόσεκτος ο τρόπος που αναζητούσε το θύμα της. Είχε φτιάξει μια εντυπωσιακή λίστα, όπου εκτός από τα προφανή, δηλαδή επάγγελμα, περιουσιακά στοιχεία, κλπ, η λίστα της περιελάμβανε περιπτώσεις όπως: αμάξι, και έβαζε ανάλογο βαθμό, παπούτσια, ανάλογος βαθμός, γραβάτα κ.ο.κ και στο τέλος έβγαζε βαθμολογία! Έτσι παντρεύτηκε κι αυτή, με αυτό τον τρόπο, σήμερα ζει με υπηρέτες μεν, μες την μιζέρια της όμως, και κάπως έτσι έμαθε και τα παιδιά της. Πολλές σελίδες μετά, δηλαδή πάρα πολλά χρόνια αργότερα, ο ήρωάς μας θα ανακαλύψει μια παρόμοια λίστα, κάνοντάς τον να καταλάβει πως δεν φταίει πάντα το περιβάλλον, αλλά πως κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται έτσι, και φτιάχουν λίστες παρόμοιες στα δεκαπέντε τους... Αλλά αυτή είναι κατοπινή ιστορία....
Ο Λευτέρης λοιπόν βρέθηκε από μικρός σε έναν χώρο που δεν τον ήθελαν, έναν χώρο που δεν είχε τίποτε απολύτως να του προσφέρει σε κείνα τα πρώιμα και τρυφερά χρόνια. Οι βασικές παραστάσεις, τα πρότυπα, η φροντίδα, η αγάπη και όλα όσα πρέπει να δέχεται ένα μωρό παιδί δεν υπήρξαν ποτέ στη ζωή του. Το κακό για τον Λευτέρη είναι πως είχε ένα πολύ σπάνιο χάρισμα. Είχε αντίληψη του περιβάλλοντός του από πολύ μικρός, ακόμα περιγράφει διαλόγους που έχει συγκρατήσει, και εικόνες από όταν ήταν ακόμα στην κούνια. Από πολύ μικρός βίωσε και κατάλαβε την έννοια της απόρριψης, ένιωσε από πολύ μικρός τι πάει να πει να μην σε θέλουν χωρίς κανένα λόγο, απλά επειδή υπάρχεις. Αυτή η διαπίστωση αλλά και η εγγραφή στα κύτταρα ενός παιδιού, είναι βέβαιο πως καθορίζει την εξέλιξη της ζωής του.
Μόνο ο γέρο-Φραγκούλης, έκανε ότι μπορούσε, αλλά κι αυτό ήταν ελάχιστο, αφού τον είχαν καταβάλει οι δυνάμεις του από τα εγκεφαλικά. Όχι πως όταν έπαιρνε τα πάνω του δεν θυμόταν την «λωρίδα», αλλά όταν κάποιες φορές ήταν στα όποια συγκαλά του και έπαιρνε τον Λευτέρη να τον πάει στο κοντινό πάρκο, ήταν τελικά ο μικρός μας φίλος που πήγαινε τον γέροντα εκεί. «Φραγκούλη, πάλι σε πάει βόλτα ο μικρός;», τον πείραζαν οι περαστικοί και είχαν δίκιο, αφού ο Λευτέρης πήγαινε τον παππού βόλτα, και ήταν αυτός που επειδή η γυναίκα του η Βασιλική, έβγαζε πλέον τα απωθημένα της πάνω του, βρίζοντάς τον γέροντα και χτυπώντας τον σε καθημερινή βάση, ανέβηκε σε ένα σκαμνί, από εκεί στο τραπέζι και πηδώντας επάνω της, της έβαλε ένα μαχαίρι στο λαιμό και της είπε: «μην ξαναπειράξεις τον παππού, θα σε κόψω»... Ήταν δεν ήταν τριών ετών και η οργή είχε αρχίσει να γεμίζει και να μολύνει την ψυχή του. Το άδικο που βίωνε και έβλεπε τον στοίχιωσε για τα καλά για όλη του ζωή. Φυσικά προστέθηκαν πολλά ακόμα στη συνέχεια.
Όμως αυτό ήταν! Όλοι ξέσπασαν. Πρέπει το μούλικο να το αναλάβουν οι γονείς του. Έτσι απαίτησαν με μια φωνή την επιστροφή της Μαρίας και του Μάνου γιατί πλέον δεν ξέρουν τι να κάνουν. Αναγκασμένοι από τις περιστάσεις επέστρεψαν.
Ο Λευτέρης άκουγε τόσο καιρό, για αυτούς τους περιβόητους γονείς, «θα έρθει η μάνα σου και ο πατέρας σου να σε φροντίζουν». Βέβαια το μικρό παιδί δεν γνώρισε μητέρα και πατέρα και δεν καταλάβαινε ακριβώς τι σημαίνει αυτό. Σίγουρα όμως τρόμαζε αφού ένιωθε πως κάποια μεγάλη αλλαγή θα συμβεί στη ζωή του. Όλα αυτά τα άκουγε με δυσπιστία και ύποπτα, άλλωστε δεν μπορούσε να περιμένει κάποια αλλαγή προς το καλύτερο, γιατί πολύ απλά δεν ήξερε τι είναι το καλύτερο. Στην πορεία ο Λευτέρης, έμαθε... έμαθε όμως το χειρότερο.
Όταν τον πρωτοαντίκρυσε, ο πατέρας του ο Μάνος, αναφώνησε: «Τι είναι αυτό το πράγμα, πως τον κάνατε έτσι;». Ο Λευτέρης κουρεμένος με την ψιλή, ψείρες βλέπετε, ντυμένος με κουρελάκια, και με το ένα του μάτι κλειστό με καλύπτρα, σαν τον Μοσέ Νταγιάν, αφού είχε και ένα πρόβλημα, εκ γενετής, στο αριστερό του μάτι. Ο Λευτέρης άκουσε με τα ίδια του αυτιά «δεν το θέλω, θα κάνουμε άλλο», από τον πατέρα του, την Μέλπω να λέει «εμ, μ’ αυτή που τόκανες τι περίμενες;» και άρχισαν κάτι διάλογοι και σκηνικά απιστεύτου κάλους. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή του Λευτέρη με τους γονείς του. Η συνέχεια ακόμα καλύτερη. Ο μικρός Λευτεράκης τρομοκρατήθηκε και πήγε και κρύφτηκε και όταν τον αναζήτησαν, όταν κάπως κόπασαν τα πράγματα, στις προτροπές ολονών τους να βγεί έξω, αυτός κρυβόταν και πιο πολύ. Κάποια στιγμή που τον βρήκαν, έμαθε για τα καλά τι πάει να πει γονιός αφού η μάνα του, τον έσπασε στο ξύλο και τον κατέβασε με ξύλο και βρισιές στον κάτω όροφο όπου τώρα θα έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή του.
Για πρώτη φορά τον έκλεισαν σε κάγκελα. Το νέο του κρεββάτι, τού φαινόταν σαν φρούριο, δεν μπορούσε να βγει από αυτό, δεν ήταν έτσι μαθημένος, δεν άντεχε, ασφυκτιούσε. «Αν αυτοί είναι οι γονείς, δεν τους θέλω, καλύτερα ήμουν πριν». Και φώναζε και τις έτρωγε, και έκλαιγε και τις ξανάτρωγε. Έτσι έμαθε να πνίγει το δάκρυ στην υπόλοιπη ζωή του, και να ψάχνει να βρει αντίδοτα αλλά και λογικές εξηγήσεις για τον πόνο που δεν άξιζε για τον πόνο που του προκαλούσαν χωρίς να ξέρει το γιατί, δυστυχώς για τον ίδιο ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει....
Το μόνο που έδινε φτερά και μια μικρή ελπίδα στον μικρό Λευτέρη σε αυτό το κελί που είχε εγκλωβιστεί ήταν τα πουλιά που περνούσαν έξω από το παράθυρό του. «Να ήμουνα πουλί» σκεφτότανε, «να φύγω μακρυά». Δεν ήξερε που να πάει, απλά ήθελε να φύγει, «κάπου θα είναι καλύτερα», κι ας μην ήξερε τι σημαίνει αυτό. Αρκετά χρόνια αργότερα, αφού ο Λευτέρης είχε μεγαλώσει λίγο, με ότι λεφτά έπεφταν στα χέρια του, πήγαινε στα pet shop της εποχής και αγόραζε κλουβάκια με πουλάκια μέσα και τα ελευθέρωνε. Οι Αμπελόκηποι γέμισαν φλώρους και καρδερίνες και αν πάλι είχε λιγότερα χρήματα, βολευόταν με κάνα χρυσόψαρο που απελευθέρωνε στην λιμνούλα που υπήρχε στην πλατεία Ρώμης. Τώρα δεν υπάρχει η λιμνούλα, αν και το πάρκο έχει παραμείνει, έστω και κουτσουρεμένο. Ο Λευτέρης ακόμα και σήμερα μπαίνει με δυσφορία σε pet shop, λόγω ανάγκης, πρέπει να ταίσει τις γάτες του, και όσο μπορεί το αποφεύγει, αφού η θέα των αιχμάλωτων ζώων στα κλουβιά τον κάνει να νιώθει πολύ δυσάρεστα πράγματα.
Οι καβγάδες και ο τρόμος που επικρατούσε στον κάτω όροφο, δεν είχε ταίρι, σε καθημερινή βάση. Οι δύο κατ’ ευφημισμόν σύντροφοι, έχοντας χάσει τις σταθερές τους, ξώκυλαν σε άγνωστα νερά, ο ένας μπήκε σε μαντρί, η άλλη είδε τα σχέδιά της να καταρρέουν. Ο Λευτέρης είχε απελπιστεί, κάποια στιγμή πίστεψε πως η αιτία των τσακωμών είναι αυτός και κατέβαλε την μία και μοναδική προσπάθεια, θα συνέχιζε αλλά δεν πρόλαβε, ώστε να τους κάνει να τον συμπαθήσουν λίγο και να σταματήσει το κακό. Έτσι θεώρησε σκόπιμο κάποια στιγμή που δεν τον έβλεπαν να την κοπανήσει και να πάει στον κουρέα να τον κουρέψει γουλί! Με το μικρό του το μυαλουδάκι σκέφτηκε: «αφού όταν ήταν να έρθουν με πήγαν στον κουρέα για να με παρουσιάσουν στους γονείς μου, αυτό είναι κάτι καλό. Έτσι θα πάω και θα του πω να με κουρέψει γουλί»!
Μια και δυο λοιπόν στον κουρέα, τσουπ πάνω στην καρέκλα και με επιτακτική φωνή: «Κουρέα, κούρεψέ με!»
—«Ορίστε;»
—«Με έστειλε ο παππούς».
—«Ό,τι θέλει ο κυρ-Φραγκούλης».
Κανονικός γλόμπος πλέον, γυρνάει περιχαρής ο Λευτεράκης στο σπίτι του, να κάνει τους γονείς του χαρούμενους. Τι ήταν να το κάνει.... Ο πατέρας του έπαθε αμόκ! «Πως θα παρουσιάσω το παιδί στη Χιό; Ήντα θα τους πω;» Είναι αλήθεια πως ο Μάνος περίμενε καιρό για να μεγαλώσουν τα μαλλιά του Λευτέρη, για να τον πάει στο νησί. Τι να πάει να τους δείξει το ψειριάρικο; Έχουμε και μια υπόληψη και μια επιφάνεια, τέλος πάντων! Το ξύλο που έφαγε ο Λευτεράκης δεν λέγεται και σαν αποκορύφωμα τον έκλεισε ο πατέρας του τιμωρία στην αποθήκη. Η Μαρία βρήκε την ευκαιρία και μπήκε στα κρυφά, κρατώντας μια κούπα, με βραστό διαλυμένο αυγό, όρεξη που είχε ο μικρός Λευτέρης, και άρχισε να του λέει πράγματα για τον πατέρα του. «Σώπα και μην ανησυχείς, θα σε πάρω από αυτόν να φύγουμε», ή πάλι: «μόνο εγώ σε αγαπάω και θα σε φροντίζω, αυτός δεν σε θέλει και αν σε χτύπησα, αυτός με έβαλε». Ο μικρός Λευτεράκης δεν ήθελε πολύ. Μίσησε τον πατέρα του και πίστεψε πως αυτός είναι ο υπαίτιος που έφυγε από το σπίτι του, ακόμα και αν ήταν ένας όροφος διαφορά, και πως αυτός έφταιγε για όλα τα άσχημα που συνέβαιναν καθημερινά. Τότε ευχήθηκε ο πατέρας του να πεθάνει.
Κάτι που δεν άργησε να συμβεί...
Ήταν το τελευταίο του μπάρκο. Θα ξεκίναγε από τον Πειραιά με ένα καράβι, φορτωμένο με αυτοκίνητα με τελική κατεύθυνση στην Αγγλία. Εκεί θα παρέδιδε το φορτίο και μετά θα πήγαινε στο City όπου είχε έρθει η ώρα να δουλέψει στα ναυτηλιακά γραφεία του Παφαλιού. Έτσι το ταξίδι θα γινόταν οικογενειακώς, με τη Μαρία και τον Λευτέρη μαζί και όταν με το καλό έφταναν, ένα από τα αυτοκίνητα θα του το έκανε δώρο η εταιρία. Όμως δεν έφτασαν ποτε. Δεν ξεκίνησαν καν, αφού λίγη ώρα πριν σφυρίξει η μπουρού, ο Μάνος ένιωσε μια έντονη δυσφορία που οδήγησε στο θάνατό του. Η ειρωνία της τύχης είναι πως επειδή ο θάνατος επήλθε εν υπηρεσία, στην νεκροψία που έγινε, βρέθηκε πως έπασχε από μια σπανιώτατη ασθένεια. Σχεδόν ολόκληρο το πίσω μέρος της καρδιάς έλειπε, και όσα παιδιά έχουν γεννηθεί με αυτό το ελάττωμα, κανένα τους δεν έζησε πάνω από τα δεκατέσσερα χρόνια. Ο Μάνος πέθανε από έμφραγμα, κάπνιζε σαν το φουγάρο του εμπορικού που ήταν καπετάνιος, στην ηλικία των 28 ετών. Κατά μία έννοια λες και εκπληρώθηκε κάποιος κρυφός σκοπός, ώστε να προλάβει να κάνει τον Λευτεράκι. Όταν ξεψύχησε μέσα στο ταξί που μετέφερε την οικογένεια στο νοσοκομείο της Νίκαιας, έγειρε πάνω στον Λευτέρη, ο οποίος για πρώτη φορά ένιωσε ένα εξώκοσμο αίσθημα, μια τρομακτική αίσθηση, ένα ρεύμα τον τίναξε συθέμελα όταν η ψυχή βγήκε από το σώμα... Τρόμαξε! Η ευχή του βγήκε αληθινή και το ρεύμα που ένιωσε τον στοίχιωσε για χρόνια. Απέκτησε φοβίες. Δεν άντεχε το σκοτάδι, δεν μπορούσε ποτέ να μπει σε χώρους που δεν του έδιναν περιθώριο διαφυγής. Μεγαλώνοντας έψαχνε για σπίτια που να μην περιορίζονται, να μπορεί να φύγει.... Για πολλά χρόνια, γνωρίζοντας πως «κάτι» από τον πατέρα του συνεχίζει να ζει, κάποια στιγμή θα τον βρει και θα γυρίσει για εκδίκηση.
Ο Μάνος δεν γύρισε ποτέ, αλλά από κει και πέρα, αρχίζει ένα πραγματικό μαρτύριο, αρχίζει κάτι που λίγοι μπορούν να το περιγράψουν, λιγότεροι να το κατανοήσουν, και ακόμα λιγότερες λέξεις μπορούν να το περιγράψουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου